OG.png πειράω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πειράω
  • πειρ-άς
  • πειρ-ά
  • πειρ-ώμεν
  • πειρ-άτε
  • πειρ-ώσιν

Υποτακτική

  • πειρ-άω(-ώ)
  • πειρ-άς
  • πειρ-ά
  • πειρ-ώμεν
  • πειρ-άτε
  • πειρ-ώσιν
 

Ευκτική

  • πειρ-ώην
  • πειρ-ώης
  • πειρ-ώη
  • πειρ-ώντων
  • πειρ-ώτε
  • πειρ-ώεν

Προστακτική

  • πείρ-α
  • πειρ-άτω
  • πειρ-άτε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πειρ-άν

Μετοχή

  • πειρ-ών
  • πειρ-ώσα
  • πειρ-ών

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-πείρ-ουν
  • ε-πείρ-εις
  • ε-πείρ-ει
  • ε-πειρ-ούμεν
  • ε-πειρ-είτε
  • ε-πείρ-ουν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πειρά-σω
  • πειρά-σεις
  • πειρά-σει
  • πειρά-σομεν
  • πειρά-σετε
  • πειρά-σουσι(ν)

Ευκτική

  • πειρά-σοιμι
  • πειρά-σοις
  • πειρά-σοι
  • πειρά-σοιμεν
  • πειρά-σοιτε
  • πειρά-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • πειρά-σειν

Μετοχή

  • πειρά-σων
  • πειρά-σουσα
  • πειρά-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πείρα-σα
  • ε-πείρα-σας
  • ε-πείρα-σε(ν)
  • ε-πειρά-σαμεν
  • ε-πειρά-σατε
  • ε-πείρα-σαν

Υποτακτική

  • πειρά-σω
  • πειρά-σης
  • πειρά-ση
  • πειρά-σωμεν
  • πειρά-σητε
  • πειρά-σωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πειρά-σαιμι
  • πειρά-σαις
  • πειρά-σαι
  • πειρά-σαιμεν
  • πειρά-σαιτε
  • πειρά-σαιεν

Προστακτική

  • πείρα-σον
  • πειρα-σάτω
  • πειρα-σάντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πείρα-σαι

Μετοχή

  • πειρά-σας
  • πειρά-σασα
  • πειρά-σαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • πε-πείρα-κα
  • πε-πείρα-κας
  • πε-πείρα-κε(ν)
  • πε-πειρά-καμεν
  • πε-πειρά-κατε
  • πε-πειρά-κασι(ν)

Υποτακτική

  • πε-πειρά-κω
  • πε-πειρά-κης
  • πε-πειρά-κη
  • πε-πειρά-κωμεν
  • πε-πειρά-κητε
  • πε-πειρά-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πειρά-κοιμι
  • πε-πειρά-κοις
  • πε-πειρά-κοι
  • πε-πειρά-κοιμεν
  • πε-πειρά-κοιτε
  • πε-πειρά-κοιεν

Προστακτική

  • πε-πείρα-κε
  • πε-πειρα-κέτω
  • πε-πειρα-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πειρα-κέναι

Μετοχή

  • πε-πειρα-κώς
  • πε-πειρα-κυία
  • πε-πειρα-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-πεπειρά-κειν
  • ε-πεπειρά-κεις
  • ε-πεπειρά-κει
  • ε-πεπειρά-κειμεν
  • ε-πεπειρά-κειτε
  • ε-πεπειρά-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πειρα-θησοίμην
  • πειρα-θήσοιο
  • πειρα-θήσοιτο
  • πειρα-θησοίμεθα
  • πειρα-θήσοισθε
  • πειρα-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • πειρα-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • πειρα-θησόμενος
  • πειρα-θησομένη
  • πειρα-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πειρά-θην
  • ε-πειρά-θης
  • ε-πειρά-θη
  • ε-πειρά-θημεν
  • ε-πειρά-θητε
  • ε-πειρά-θησαν

Υποτακτική

  • πειρα-θώ
  • πειρα-θής
  • πειρα-θή
  • πειρα-θώμεν
  • πειρα-θήτε
  • πειρα-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πειρα-θείην
  • πειρα-θείης
  • πειρα-θείη
  • πειρα-θείμεν
  • πειρα-θείτε
  • πειρα-θείεν

Προστακτική

  • πειρά-θητι
  • πειρα-θήτω
  • πειρα-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πειρα-θήναι

Μετοχή

  • πειρα-θείς
  • πειρα-θείσα
  • πειρα-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πειρώμαι
  • πειρ-ά
  • πειρ-άται
  • πειρ-ώμεθα
  • πειρ-άσθε
  • πειρ-ώνται

Υποτακτική

  • πειρ-ώμαι
  • πειρ-ά
  • πειρ-άται
  • πειρ-ώμεθα
  • πειρ-άσθε
  • πειρ-ώνται
 

Ευκτική

  • πειρ-ώμην
  • πειρ-ώο
  • πειρ-ώτο
  • πειρ-ώμεθα
  • πειρ-ώσθε
  • πειρ-ώντο

Προστακτική

  • πειρ-ώ
  • πειρ-άσθω
  • πειρ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πειρ-άσθαι

Μετοχή

  • πειρ-ώμενος
  • πειρ-ωμένη
  • πειρ-ώμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-πειρ-ούμην
  • ε-πειρ-ού
  • ε-πειρ-είτο
  • ε-πειρ-ούμεθα
  • ε-πειρ-είσθε
  • ε-πειρ-ούντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πειρα-σοίμην
  • πειρά-σοιο
  • πειρά-σοιτο
  • πειρα-σοίμεθα
  • πειρά-σοισθε
  • πειρά-σοιντο

Απαρέμφατο

  • πειρά-σεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • πειρα-σόμενος
  • πειρα-σομένη
  • πειρα-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πειρα-σάμην
  • ε-πειρά-σω
  • ε-πειρά-σατο
  • ε-πειρα-σάμεθα
  • ε-πειρά-σασθε
  • ε-πειρά-σαντο

Υποτακτική

  • πειρά-σωμαι
  • πειρά-ση
  • πειρά-σηται
  • πειρα-σώμεθα
  • πειρά-σησθε
  • πειρά-σωνται
 

Ευκτική

  • πειρα-σαίμην
  • πειρά-σαιο
  • πειρά-σαιτο
  • πειρα-σαίμεθα
  • πειρά-σαισθε
  • πειρά-σαιντο

Προστακτική

  • πείρα-σαι
  • πειρα-σάσθω
  • πειρα-σάσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πειρά-σασθαι

Μετοχή

  • πειρα-σάμενος
  • πειρα-σαμένη
  • πειρα-σάμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-πε-πειρά-μην
  • ε-πε-πείρα-σο
  • ε-πε-πείρα-το
  • ε-πε-πειρά-μεθα
  • ε-πε-πείρα-σθε
  • ε-πε-πείρα-ντο

Υποτακτική

  • πε-πειρα-μένος ώ
  • πε-πειρα-μένη ής
  • πε-πειρα-μένον ή
  • πε-πειρα-μένοι ώμεν
  • πε-πειρα-μέναι ήτε
  • πε-πειρα-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πειρα-μένος είην
  • πε-πειρα-μένη είης
  • πε-πειρα-μένον είη
  • πε-πειρα-μένοι είμεν
  • πε-πειρα-μέναι είτε
  • πε-πειρα-μένα είεν

Προστακτική

  • πε-πείρα-σο
  • πε-πειρά-σθω
  • πε-πειρά-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πειρά-σθαι

Μετοχή

  • πε-πειρα-μένος
  • πε-πειρα-μένη
  • πε-πειρα-μένον