ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πειράω
- πειρ-άς
- πειρ-ά
- πειρ-ώμεν
- πειρ-άτε
- πειρ-ώσιν
Υποτακτική
- πειρ-άω(-ώ)
- πειρ-άς
- πειρ-ά
- πειρ-ώμεν
- πειρ-άτε
- πειρ-ώσιν
Ευκτική
- πειρ-ώην
- πειρ-ώης
- πειρ-ώη
- πειρ-ώντων
- πειρ-ώτε
- πειρ-ώεν
Προστακτική
- πείρ-α
- πειρ-άτω
- πειρ-άτε
Απαρέμφατο
- πειρ-άν
Μετοχή
- πειρ-ών
- πειρ-ώσα
- πειρ-ών
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-πείρ-ουν
- ε-πείρ-εις
- ε-πείρ-ει
- ε-πειρ-ούμεν
- ε-πειρ-είτε
- ε-πείρ-ουν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πειρά-σω
- πειρά-σεις
- πειρά-σει
- πειρά-σομεν
- πειρά-σετε
- πειρά-σουσι(ν)
Ευκτική
- πειρά-σοιμι
- πειρά-σοις
- πειρά-σοι
- πειρά-σοιμεν
- πειρά-σοιτε
- πειρά-σοιεν
Απαρέμφατο
- πειρά-σειν
Μετοχή
- πειρά-σων
- πειρά-σουσα
- πειρά-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πείρα-σα
- ε-πείρα-σας
- ε-πείρα-σε(ν)
- ε-πειρά-σαμεν
- ε-πειρά-σατε
- ε-πείρα-σαν
Υποτακτική
- πειρά-σω
- πειρά-σης
- πειρά-ση
- πειρά-σωμεν
- πειρά-σητε
- πειρά-σωσι(ν)
Ευκτική
- πειρά-σαιμι
- πειρά-σαις
- πειρά-σαι
- πειρά-σαιμεν
- πειρά-σαιτε
- πειρά-σαιεν
Προστακτική
- πείρα-σον
- πειρα-σάτω
- πειρα-σάντων
Απαρέμφατο
- πείρα-σαι
Μετοχή
- πειρά-σας
- πειρά-σασα
- πειρά-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- πε-πείρα-κα
- πε-πείρα-κας
- πε-πείρα-κε(ν)
- πε-πειρά-καμεν
- πε-πειρά-κατε
- πε-πειρά-κασι(ν)
Υποτακτική
- πε-πειρά-κω
- πε-πειρά-κης
- πε-πειρά-κη
- πε-πειρά-κωμεν
- πε-πειρά-κητε
- πε-πειρά-κωσι(ν)
Ευκτική
- πε-πειρά-κοιμι
- πε-πειρά-κοις
- πε-πειρά-κοι
- πε-πειρά-κοιμεν
- πε-πειρά-κοιτε
- πε-πειρά-κοιεν
Προστακτική
- πε-πείρα-κε
- πε-πειρα-κέτω
- πε-πειρα-κόντων
Απαρέμφατο
- πε-πειρα-κέναι
Μετοχή
- πε-πειρα-κώς
- πε-πειρα-κυία
- πε-πειρα-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-πεπειρά-κειν
- ε-πεπειρά-κεις
- ε-πεπειρά-κει
- ε-πεπειρά-κειμεν
- ε-πεπειρά-κειτε
- ε-πεπειρά-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πειρα-θησοίμην
- πειρα-θήσοιο
- πειρα-θήσοιτο
- πειρα-θησοίμεθα
- πειρα-θήσοισθε
- πειρα-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- πειρα-θήσεσθαι
Μετοχή
- πειρα-θησόμενος
- πειρα-θησομένη
- πειρα-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πειρά-θην
- ε-πειρά-θης
- ε-πειρά-θη
- ε-πειρά-θημεν
- ε-πειρά-θητε
- ε-πειρά-θησαν
Υποτακτική
- πειρα-θώ
- πειρα-θής
- πειρα-θή
- πειρα-θώμεν
- πειρα-θήτε
- πειρα-θώσι(ν)
Ευκτική
- πειρα-θείην
- πειρα-θείης
- πειρα-θείη
- πειρα-θείμεν
- πειρα-θείτε
- πειρα-θείεν
Προστακτική
- πειρά-θητι
- πειρα-θήτω
- πειρα-θέντων
Απαρέμφατο
- πειρα-θήναι
Μετοχή
- πειρα-θείς
- πειρα-θείσα
- πειρα-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πειρώμαι
- πειρ-ά
- πειρ-άται
- πειρ-ώμεθα
- πειρ-άσθε
- πειρ-ώνται
Υποτακτική
- πειρ-ώμαι
- πειρ-ά
- πειρ-άται
- πειρ-ώμεθα
- πειρ-άσθε
- πειρ-ώνται
Ευκτική
- πειρ-ώμην
- πειρ-ώο
- πειρ-ώτο
- πειρ-ώμεθα
- πειρ-ώσθε
- πειρ-ώντο
Προστακτική
- πειρ-ώ
- πειρ-άσθω
- πειρ-άσθων
Απαρέμφατο
- πειρ-άσθαι
Μετοχή
- πειρ-ώμενος
- πειρ-ωμένη
- πειρ-ώμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-πειρ-ούμην
- ε-πειρ-ού
- ε-πειρ-είτο
- ε-πειρ-ούμεθα
- ε-πειρ-είσθε
- ε-πειρ-ούντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πειρα-σοίμην
- πειρά-σοιο
- πειρά-σοιτο
- πειρα-σοίμεθα
- πειρά-σοισθε
- πειρά-σοιντο
Απαρέμφατο
- πειρά-σεσθαι
Μετοχή
- πειρα-σόμενος
- πειρα-σομένη
- πειρα-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πειρα-σάμην
- ε-πειρά-σω
- ε-πειρά-σατο
- ε-πειρα-σάμεθα
- ε-πειρά-σασθε
- ε-πειρά-σαντο
Υποτακτική
- πειρά-σωμαι
- πειρά-ση
- πειρά-σηται
- πειρα-σώμεθα
- πειρά-σησθε
- πειρά-σωνται
Ευκτική
- πειρα-σαίμην
- πειρά-σαιο
- πειρά-σαιτο
- πειρα-σαίμεθα
- πειρά-σαισθε
- πειρά-σαιντο
Προστακτική
- πείρα-σαι
- πειρα-σάσθω
- πειρα-σάσθων
Απαρέμφατο
- πειρά-σασθαι
Μετοχή
- πειρα-σάμενος
- πειρα-σαμένη
- πειρα-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-πε-πειρά-μην
- ε-πε-πείρα-σο
- ε-πε-πείρα-το
- ε-πε-πειρά-μεθα
- ε-πε-πείρα-σθε
- ε-πε-πείρα-ντο
Υποτακτική
- πε-πειρα-μένος ώ
- πε-πειρα-μένη ής
- πε-πειρα-μένον ή
- πε-πειρα-μένοι ώμεν
- πε-πειρα-μέναι ήτε
- πε-πειρα-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- πε-πειρα-μένος είην
- πε-πειρα-μένη είης
- πε-πειρα-μένον είη
- πε-πειρα-μένοι είμεν
- πε-πειρα-μέναι είτε
- πε-πειρα-μένα είεν
Προστακτική
- πε-πείρα-σο
- πε-πειρά-σθω
- πε-πειρά-σθων
Απαρέμφατο
- πε-πειρά-σθαι
Μετοχή
- πε-πειρα-μένος
- πε-πειρα-μένη
- πε-πειρα-μένον