ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξέω
- ξ-είς
- ξ-εί
- ξ-ούμεν
- ξ-είτε
- ξ-ούσιν
Υποτακτική
- ξ-έω(-ώ)
- ξ-ής
- ξ-ή
- ξ-ώμεν
- ξ-ήτε
- ξ-ώσιν
Ευκτική
- ξ-οίην
- ξ-οίης
- ξ-οίη
- ξ-ούντων
- ξ-οίτε
- ξ-οίεν
Προστακτική
- ξ-εί
- ξ-είτω
- ξ-είτε
Απαρέμφατο
- ξ-είν
Μετοχή
- ξ-ών
- ξ-ούσα
- ξ-ούν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- έ-ξυ-ον
- έ-ξυ-ες
- έ-ξυ-ε
- ε-ξύ-ομεν
- ε-ξύ-ετε
- έ-ξυ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- ξέ-σω
- ξέ-σεις
- ξέ-σει
- ξέ-σομεν
- ξέ-σετε
- ξέ-σουσι(ν)
Ευκτική
- ξέ-σοιμι
- ξέ-σοις
- ξέ-σοι
- ξέ-σοιμεν
- ξέ-σοιτε
- ξέ-σοιεν
Απαρέμφατο
- ξέ-σειν
Μετοχή
- ξέ-σων
- ξέ-σουσα
- ξέ-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έ-ξυσ-α
- έ-ξυσ-ας
- έ-ξυσ-ε(ν)
- ε-ξύσ-αμεν
- ε-ξύσ-ατε
- έ-ξυσ-αν
Υποτακτική
- ξύσ-ω
- ξύσ-ης
- ξύσ-η
- ξύσ-ωμεν
- ξύσ-ητε
- ξύσ-ωσι(ν)
Ευκτική
- ξύσ-αιμι
- ξύσ-αις
- ξύσ-αι
- ξύσ-αιμεν
- ξύσ-αιτε
- ξύσ-αιεν
Προστακτική
- ξύσ-ον
- ξυσ-άτω
- ξυσ-άντων
Απαρέμφατο
- ξύσ-αι
Μετοχή
- ξύσ-ας
- ξύσ-ασα
- ξύσ-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έ-ξε-κα
- έ-ξε-κας
- έ-ξε-κε(ν)
- ε-ξέ-καμεν
- ε-ξέ-κατε
- ε-ξέ-κασι(ν)
Υποτακτική
- ε-ξέ-κω
- ε-ξέ-κης
- ε-ξέ-κη
- ε-ξέ-κωμεν
- ε-ξέ-κητε
- ε-ξέ-κωσι(ν)
Ευκτική
- ε-ξέ-κοιμι
- ε-ξέ-κοις
- ε-ξέ-κοι
- ε-ξέ-κοιμεν
- ε-ξέ-κοιτε
- ε-ξέ-κοιεν
Προστακτική
- έ-ξε-κε
- ε-ξε-κέτω
- ε-ξε-κόντων
Απαρέμφατο
- ε-ξε-κέναι
Μετοχή
- ε-ξε-κώς
- ε-ξε-κυία
- ε-ξε-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-ξέ-κειν
- ε-ξέ-κεις
- ε-ξέ-κει
- ε-ξέ-κειμεν
- ε-ξέ-κειτε
- ε-ξέ-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-ξύσ-θην
- ε-ξύσ-θης
- ε-ξύσ-θη
- ε-ξύσ-θημεν
- ε-ξύσ-θητε
- ε-ξύσ-θησαν
Υποτακτική
- ξυσ-θώ
- ξυσ-θής
- ξυσ-θή
- ξυσ-θώμεν
- ξυσ-θήτε
- ξυσ-θώσι(ν)
Ευκτική
- ξυσ-θείην
- ξυσ-θείης
- ξυσ-θείη
- ξυσ-θείμεν
- ξυσ-θείτε
- ξυσ-θείεν
Προστακτική
- ξύσ-θητι
- ξυσ-θήτω
- ξυσ-θέντων
Απαρέμφατο
- ξυσ-θήναι
Μετοχή
- ξυσ-θείς
- ξυσ-θείσα
- ξυσ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξούμαι
- ξ-εί
- ξ-είται
- ξ-ούμεθα
- ξ-είσθε
- ξ-ούνται
Υποτακτική
- ξ-ώμαι
- ξ-ή
- ξ-ήται
- ξ-ώμεθα
- ξ-ήσθε
- ξ-ώνται
Ευκτική
- ξ-οίμην
- ξ-οίο
- ξ-οίτο
- ξ-οίμεθα
- ξ-οίσθε
- ξ-οίντο
Προστακτική
- ξ-ού
- ξ-είσθω
- ξ-είσθων
Απαρέμφατο
- ξ-είσθαι
Μετοχή
- ξ-ούμενος
- ξ-ουμένη
- ξ-ούμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-ξυ-όμην
- ε-ξύ-ου
- ε-ξύ-ετο
- ε-ξυ-όμεθα
- ε-ξύ-εσθε
- ε-ξύ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- ξε-σοίμην
- ξέ-σοιο
- ξέ-σοιτο
- ξε-σοίμεθα
- ξέ-σοισθε
- ξέ-σοιντο
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- ξε-σόμενος
- ξε-σομένη
- ξε-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-ξυσ-άμην
- ε-ξύσ-ω
- ε-ξύσ-ατο
- ε-ξυσ-άμεθα
- ε-ξύσ-ασθε
- ε-ξύσ-αντο
Υποτακτική
- ξύσ-ωμαι
- ξύσ-η
- ξύσ-ηται
- ξυσ-ώμεθα
- ξύσ-ησθε
- ξύσ-ωνται
Ευκτική
- ξυσ-αίμην
- ξύσ-αιο
- ξύσ-αιτο
- ξυσ-αίμεθα
- ξύσ-αισθε
- ξύσ-αιντο
Προστακτική
- ξύσ-αι
- ξυσ-άσθω
- ξυσ-άσθων
Απαρέμφατο
- ξύσ-ασθαι
Μετοχή
- ξυσ-άμενος
- ξυσ-αμένη
- ξυσ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-ξέσ-μην
- έ-ξε-σο
- έ-ξεσ-το
- ε-ξέσ-μεθα
- έ-ξεσ-θε
- ε-ξεσ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- ε-ξεσ-μένος ώ
- ε-ξεσ-μένη ής
- ε-ξεσ-μένον ή
- ε-ξεσ-μένοι ώμεν
- ε-ξεσ-μέναι ήτε
- ε-ξεσ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ε-ξεσ-μένος είην
- ε-ξεσ-μένη είης
- ε-ξεσ-μένον είη
- ε-ξεσ-μένοι είμεν
- ε-ξεσ-μέναι είτε
- ε-ξεσ-μένα είεν
Προστακτική
- έ-ξε-σο
- ε-ξέ-σθω
- ε-ξέ-σθων
Απαρέμφατο
- ε-ξέ-σθαι
Μετοχή
- ε-ξεσ-μένος
- ε-ξεσ-μένη
- ε-ξεσ-μένον