ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- βιόω
- βι-οίς
- βι-οί
- βι-ούμεν
- βι-ούτε
- βι-ούσιν
Υποτακτική
- βι-όω(-ώ)
- βι-οίς
- βι-οί
- βι-ώμεν
- βι-ούτε
- βι-ώσιν
Ευκτική
- βι-οίην
- βι-οίης
- βι-οίη
- βι-ούντων
- βι-οίτε
- βι-οίεν
Προστακτική
- βί-ου
- βι-ούτω
- βι-ούτε
Απαρέμφατο
- βι-ούν
Μετοχή
- βι-ών
- βι-ούσα
- βι-ούν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-βί-ουν
- ε-βί-εις
- ε-βί-ει
- ε-βι-ούμεν
- ε-βι-είτε
- ε-βί-ουν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-βίω-σα
- ε-βίω-σας
- ε-βίω-σε(ν)
- ε-βιώ-σαμεν
- ε-βιώ-σατε
- ε-βίω-σαν
Υποτακτική
- βιώ-σω
- βιώ-σης
- βιώ-ση
- βιώ-σωμεν
- βιώ-σητε
- βιώ-σωσι(ν)
Ευκτική
- βιώ-σαιμι
- βιώ-σαις
- βιώ-σαι
- βιώ-σαιμεν
- βιώ-σαιτε
- βιώ-σαιεν
Προστακτική
- βίω-σον
- βιω-σάτω
- βιω-σάντων
Απαρέμφατο
- βίω-σαι
Μετοχή
- βιώ-σας
- βιώ-σασα
- βιώ-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- βε-βιω-κα
- βε-βιω-κας
- βε-βιω-κε(ν)
- βε-βιώ-καμεν
- βε-βιώ-κατε
- βε-βιώ-κασι(ν)
Υποτακτική
- βε-βιώ-κω
- βε-βιώ-κης
- βε-βιώ-κη
- βε-βιώ-κωμεν
- βε-βιώ-κητε
- βε-βιώ-κωσι(ν)
Ευκτική
- βε-βιώ-κοιμι
- βε-βιώ-κοις
- βε-βιώ-κοι
- βε-βιώ-κοιμεν
- βε-βιώ-κοιτε
- βε-βιώ-κοιεν
Προστακτική
- βε-βιω-κε
- βε-βιω-κέτω
- βε-βιω-κόντων
Απαρέμφατο
- βε-βιω-κέναι
Μετοχή
- βε-βιω-κώς
- βε-βιω-κυία
- βε-βιω-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-βεβιώ-κειν
- ε-βεβιώ-κεις
- ε-βεβιώ-κει
- ε-βεβιώ-κειμεν
- ε-βεβιώ-κειτε
- ε-βεβιώ-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-βιώ-θην
- ε-βιώ-θης
- ε-βιώ-θη
- ε-βιώ-θημεν
- ε-βιώ-θητε
- ε-βιώ-θησαν
Υποτακτική
- βιω-θώ
- βιω-θής
- βιω-θή
- βιω-θώμεν
- βιω-θήτε
- βιω-θώσι(ν)
Ευκτική
- βιω-θείην
- βιω-θείης
- βιω-θείη
- βιω-θείμεν
- βιω-θείτε
- βιω-θείεν
Προστακτική
- βιώ-θητι
- βιω-θήτω
- βιω-θέντων
Απαρέμφατο
- βιω-θήναι
Μετοχή
- βιω-θείς
- βιω-θείσα
- βιω-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- βιούμαι
- βι-οί
- βι-ούται
- βι-ούμεθα
- βι-ούσθε
- βι-ούνται
Υποτακτική
- βι-ώμαι
- βι-οί
- βι-ώται
- βι-ώμεθα
- βι-ώσθε
- βι-ώνται
Ευκτική
- βι-οίμην
- βι-οίο
- βι-οίτο
- βι-οίμεθα
- βι-οίσθε
- βι-οίντο
Προστακτική
- βι-ού
- βι-ούσθω
- βι-ούσθων
Απαρέμφατο
- βι-ούσθαι
Μετοχή
- βι-ούμενος
- βι-ουμένη
- βι-ούμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-βι-ούμην
- ε-βι-ού
- ε-βι-ούτο
- ε-βι-ούμεθα
- ε-βι-ούσθε
- ε-βι-ούντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- βιώ-σεσθαι
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-βιωσ-άμην
- ε-βιώσ-ω
- ε-βιώσ-ατο
- ε-βιωσ-άμεθα
- ε-βιώσ-ασθε
- ε-βιώσ-αντο
Υποτακτική
- βιώ-σωμαι
- βιώ-ση
- βιώ-σηται
- βιω-σώμεθα
- βιώ-σησθε
- βιώ-σωνται
Ευκτική
- βιω-σαίμην
- βιώ-σαιο
- βιώ-σαιτο
- βιω-σαίμεθα
- βιώ-σαισθε
- βιώ-σαιντο
Προστακτική
- βίω-σαι
- βιω-σάσθω
- βιω-σάσθων
Απαρέμφατο
- βιώ-σασθαι
Μετοχή
- βιω-σάμενος
- βιω-σαμένη
- βιω-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-βε-βιώ-μην
- ε-βε-βίω-σο
- ε-βε-βίω-το
- ε-βε-βιώ-μεθα
- ε-βε-βίω-σθε
- ε-βε-βίω-ντο
Υποτακτική
- βε-βιω-μένος ώ
- βε-βιω-μένη ής
- βε-βιω-μένον ή
- βε-βιω-μένοι ώμεν
- βε-βιω-μέναι ήτε
- βε-βιω-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- βε-βιω-μένος είην
- βε-βιω-μένη είης
- βε-βιω-μένον είη
- βε-βιω-μένοι είμεν
- βε-βιω-μέναι είτε
- βε-βιω-μένα είεν
Προστακτική
- βε-βίω-σο
- βε-βιώ-σθω
- βε-βιώ-σθων
Απαρέμφατο
- βε-βιώ-σθαι
Μετοχή
- βε-βιω-μένος
- βε-βιω-μένη
- βε-βιω-μένον