OG.png θύω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • θύω
  • θύ-εις
  • θύ-ει
  • θύ-ομεν
  • θύ-ετε
  • θύ-ουσιν

Υποτακτική

  • θύ-ω
  • θύ-ης
  • θύ-η
  • θύ-ωμεν
  • θύ-ητε
  • θύ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • θύ-οιμι
  • θύ-οις
  • θύ-οι
  • θυ-όντων
  • θύ-οιτε
  • θύ-οιεν

Προστακτική

  • θύ-ε
  • θυ-έτω
  • θύ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • θύ-ειν

Μετοχή

  • θύ-ων
  • θύ-ουσα
  • θύ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • έ-θυ-ον
  • έ-θυ-ες
  • έ-θυ-ε
  • ε-θύ-ομεν
  • ε-θύ-ετε
  • έ-θυ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • θύ-σω
  • θύ-σεις
  • θύ-σει
  • θύ-σομεν
  • θύ-σετε
  • θύ-σουσι(ν)

Ευκτική

  • θύ-σοιμι
  • θύ-σοις
  • θύ-σοι
  • θύ-σοιμεν
  • θύ-σοιτε
  • θύ-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • θύ-σειν

Μετοχή

  • θύ-σων
  • θύ-σουσα
  • θύ-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έ-θυσ-α
  • έ-θυσ-ας
  • έ-θυσ-ε(ν)
  • ε-θύσ-αμεν
  • ε-θύσ-ατε
  • έ-θυσ-αν

Υποτακτική

  • θύσ-ω
  • θύσ-ης
  • θύσ-η
  • θύσ-ωμεν
  • θύσ-ητε
  • θύσ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • θύσ-αιμι
  • θύσ-αις
  • θύσ-αι
  • θύσ-αιμεν
  • θύσ-αιτε
  • θύσ-αιεν

Προστακτική

  • θύσ-ον
  • θυσ-άτω
  • θυσ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • θύσ-αι

Μετοχή

  • θύσ-ας
  • θύσ-ασα
  • θύσ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • τέ-θυ-κα
  • τέ-θυ-κας
  • τέ-θυ-κε(ν)
  • τε-θύ-καμεν
  • τε-θύ-κατε
  • τε-θύ-κασι(ν)

Υποτακτική

  • τε-θύ-κω
  • τε-θύ-κης
  • τε-θύ-κη
  • τε-θύ-κωμεν
  • τε-θύ-κητε
  • τε-θύ-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • τε-θύ-κοιμι
  • τε-θύ-κοις
  • τε-θύ-κοι
  • τε-θύ-κοιμεν
  • τε-θύ-κοιτε
  • τε-θύ-κοιεν

Προστακτική

  • τέ-θυ-κε
  • τε-θυ-κέτω
  • τε-θυ-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • τε-θυ-κέναι

Μετοχή

  • τε-θυ-κώς
  • τε-θυ-κυία
  • τε-θυ-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-τεθύ-κειν
  • ε-τεθύ-κεις
  • ε-τεθύ-κει
  • ε-τεθύ-κειμεν
  • ε-τεθύ-κειτε
  • ε-τεθύ-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • τυ-θησοίμην
  • τυ-θήσοιο
  • τυ-θήσοιτο
  • τυ-θησοίμεθα
  • τυ-θήσοισθε
  • τυ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • τυ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • τυ-θησόμενος
  • τυ-θησομένη
  • τυ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-τύ-θην
  • ε-τύ-θης
  • ε-τύ-θη
  • ε-τύ-θημεν
  • ε-τύ-θητε
  • ε-τύ-θησαν

Υποτακτική

  • τυ-θώ
  • τυ-θής
  • τυ-θή
  • τυ-θώμεν
  • τυ-θήτε
  • τυ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • τυ-θείην
  • τυ-θείης
  • τυ-θείη
  • τυ-θείμεν
  • τυ-θείτε
  • τυ-θείεν

Προστακτική

  • τύ-θητι
  • τυ-θήτω
  • τυ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • τυ-θήναι

Μετοχή

  • τυ-θείς
  • τυ-θείσα
  • τυ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • θύομαι
  • θύ-ει
  • θύ-εται
  • θυ-όμεθα
  • θύ-εσθε
  • θύ-ονται

Υποτακτική

  • θύ-ωμαι
  • θύ-η
  • θύ-ηται
  • θυ-ώμεθα
  • θύ-ησθε
  • θύ-ωνται
 

Ευκτική

  • θυ-οίμην
  • θύ-οιο
  • θύ-οιτο
  • θυ-οίμεθα
  • θύ-οισθε
  • θύ-οιντο

Προστακτική

  • θύ-ου
  • θυ-έσθω
  • θυ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • θύ-εσθαι

Μετοχή

  • θυ-όμενος
  • θυ-ομένη
  • θυ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-θυ-όμην
  • ε-θύ-ου
  • ε-θύ-ετο
  • ε-θυ-όμεθα
  • ε-θύ-εσθε
  • ε-θύ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • θυ-σοίμην
  • θύ-σοιο
  • θύ-σοιτο
  • θυ-σοίμεθα
  • θύ-σοισθε
  • θύ-σοιντο

Απαρέμφατο

  • θύ-σεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • θυ-σόμενος
  • θυ-σομένη
  • θυ-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-θυ-σάμην
  • ε-θύ-σω
  • ε-θύ-σατο
  • ε-θυ-σάμεθα
  • ε-θύ-σασθε
  • ε-θύ-σαντο

Υποτακτική

  • θύσ-ωμαι
  • θύσ-η
  • θύσ-ηται
  • θυσ-ώμεθα
  • θύσ-ησθε
  • θύσ-ωνται
 

Ευκτική

  • θυσ-αίμην
  • θύσ-αιο
  • θύσ-αιτο
  • θυσ-αίμεθα
  • θύσ-αισθε
  • θύσ-αιντο

Προστακτική

  • θύσ-αι
  • θυσ-άσθω
  • θυσ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • θύσ-ασθαι

Μετοχή

  • θυσ-άμενος
  • θυσ-αμένη
  • θυσ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-τε-θύ-μην
  • ε-τέ-θυ-σο
  • ε-τέ-θυ-το
  • ε-τε-θύ-μεθα
  • ε-τέ-θυ-σθε
  • ε-τέ-θυ-ντο

Υποτακτική

  • τε-θυ-μένος ώ
  • τε-θυ-μένη ής
  • τε-θυ-μένον ή
  • τε-θυ-μένοι ώμεν
  • τε-θυ-μέναι ήτε
  • τε-θυ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • τε-θυ-μένος είην
  • τε-θυ-μένη είης
  • τε-θυ-μένον είη
  • τε-θυ-μένοι είμεν
  • τε-θυ-μέναι είτε
  • τε-θυ-μένα είεν

Προστακτική

  • τέ-θυ-σο
  • τε-θύ-σθω
  • τε-θύ-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • τε-θύ-σθαι

Μετοχή

  • τε-θυ-μένος
  • τε-θυ-μένη
  • τε-θυ-μένον