OG.png σκήπτω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σκήπτω
  • σκήπτ-εις
  • σκήπτ-ει
  • σκήπτ-ομεν
  • σκήπτ-ετε
  • σκήπτ-ουσιν

Υποτακτική

  • σκήπτ-ω
  • σκήπτ-ης
  • σκήπτ-η
  • σκήπτ-ωμεν
  • σκήπτ-ητε
  • σκήπτ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σκήπτ-οιμι
  • σκήπτ-οις
  • σκήπτ-οι
  • σκηπτ-όντων
  • σκήπτ-οιτε
  • σκήπτ-οιεν

Προστακτική

  • σκήπτ-ε
  • σκηπτ-έτω
  • σκήπτ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σκήπτ-ειν

Μετοχή

  • σκήπτ-ων
  • σκήπτ-ουσα
  • σκήπτ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • έ-σκηπτ-ον
  • έ-σκηπτ-ες
  • έ-σκηπτ-ε
  • ε-σκήπτ-ομεν
  • ε-σκήπτ-ετε
  • έ-σκηπτ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • σκήψ-ω
  • σκήψ-εις
  • σκήψ-ει
  • σκήψ-ομεν
  • σκήψ-ετε
  • σκήψ-ουσι(ν)

Ευκτική

  • σκήψ-οιμι
  • σκήψ-οις
  • σκήψ-οι
  • σκήψ-οιμεν
  • σκήψ-οιτε
  • σκήψ-οιεν
 

Απαρέμφατο

  • σκήψ-ειν

Μετοχή

  • σκήψ-ων
  • σκήψ-ουσα
  • σκήψ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έ-σκηψ-α
  • έ-σκηψ-ας
  • έ-σκηψ-ε(ν)
  • ε-σκήψ-αμεν
  • ε-σκήψ-ατε
  • έ-σκηψ-αν

Υποτακτική

  • σκήψ-ω
  • σκήψ-ης
  • σκήψ-η
  • σκήψ-ωμεν
  • σκήψ-ητε
  • σκήψ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σκήψ-αιμι
  • σκήψ-αις
  • σκήψ-αι
  • σκήψ-αιμεν
  • σκήψ-αιτε
  • σκήψ-αιεν

Προστακτική

  • σκήψ-ον
  • σκηψ-άτω
  • σκηψ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σκήψ-αι

Μετοχή

  • σκήψ-ας
  • σκήψ-ασα
  • σκήψ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έ-σκηφ-α
  • έ-σκηφ-ας
  • έ-σκηφ-ε(ν)
  • ε-σκήφ-αμεν
  • ε-σκήφ-ατε
  • ε-σκήφ-ασι(ν)

Υποτακτική

  • ε-σκήφ-ω
  • ε-σκήφ-ης
  • ε-σκήφ-η
  • ε-σκήφ-ωμεν
  • ε-σκήφ-ητε
  • ε-σκήφ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ε-σκήφ-οιμι
  • ε-σκήφ-οις
  • ε-σκήφ-οι
  • ε-σκήφ-οιμεν
  • ε-σκήφ-οιτε
  • ε-σκήφ-οιεν

Προστακτική

  • έ-σκηφ-ε
  • ε-σκηφ-έτω
  • ε-σκηφ-όντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ε-σκηφ-έναι

Μετοχή

  • ε-σκηφ-ώς
  • ε-σκηφ-υία
  • ε-σκηφ-ός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-σκήφ-ειν
  • ε-σκήφ-εις
  • ε-σκήφ-ει
  • ε-σκήφ-ειμεν
  • ε-σκήφ-ειτε
  • ε-σκήφ-εισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-σκήφ-θην
  • ε-σκήφ-θης
  • ε-σκήφ-θη
  • ε-σκήφ-θημεν
  • ε-σκήφ-θητε
  • ε-σκήφ-θησαν

Υποτακτική

  • σκηφ-θώ
  • σκηφ-θής
  • σκηφ-θή
  • σκηφ-θώμεν
  • σκηφ-θήτε
  • σκηφ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • σκηφ-θείην
  • σκηφ-θείης
  • σκηφ-θείη
  • σκηφ-θείμεν
  • σκηφ-θείτε
  • σκηφ-θείεν

Προστακτική

  • σκήφ-θητι
  • σκηφ-θήτω
  • σκηφ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σκηφ-θήναι

Μετοχή

  • σκηφ-θείς
  • σκηφ-θείσα
  • σκηφ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σκήπτομαι
  • σκήπτ-ει
  • σκήπτ-εται
  • σκηπτ-όμεθα
  • σκήπτ-εσθε
  • σκήπτ-ονται

Υποτακτική

  • σκήπτ-ωμαι
  • σκήπτ-η
  • σκήπτ-ηται
  • σκηπτ-ώμεθα
  • σκήπτ-ησθε
  • σκήπτ-ωνται
 

Ευκτική

  • σκηπτ-οίμην
  • σκήπτ-οιο
  • σκήπτ-οιτο
  • σκηπτ-οίμεθα
  • σκήπτ-οισθε
  • σκήπτ-οιντο

Προστακτική

  • σκήπτ-ου
  • σκηπτ-έσθω
  • σκηπτ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σκήπτ-εσθαι

Μετοχή

  • σκηπτ-όμενος
  • σκηπτ-ομένη
  • σκηπτ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-σκηπτ-όμην
  • ε-σκήπτ-ου
  • ε-σκήπτ-ετο
  • ε-σκηπτ-όμεθα
  • ε-σκήπτ-εσθε
  • ε-σκήπτ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • σκηψ-οίμην
  • σκήψ-οιο
  • σκήψ-οιτο
  • σκηψ-οίμεθα
  • σκήψ-οισθε
  • σκήψ-οιντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • σκηψ-όμενος
  • σκηψ-ομένη
  • σκηψ-όμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-σκηψ-άμην
  • ε-σκήψ-ω
  • ε-σκήψ-ατο
  • ε-σκηψ-άμεθα
  • ε-σκήψ-ασθε
  • ε-σκήψ-αντο

Υποτακτική

  • σκήψ-ωμαι
  • σκήψ-η
  • σκήψ-ηται
  • σκηψ-ώμεθα
  • σκήψ-ησθε
  • σκήψ-ωνται
 

Ευκτική

  • σκηψ-αίμην
  • σκήψ-αιο
  • σκήψ-αιτο
  • σκηψ-αίμεθα
  • σκήψ-αισθε
  • σκήψ-αιντο

Προστακτική

  • σκήψ-αι
  • σκηψ-άσθω
  • σκηψ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σκήψ-ασθαι

Μετοχή

  • σκηψ-άμενος
  • σκηψ-αμένη
  • σκηψ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-σκήμ-μην
  • έ-σκη-ψο
  • έ-σκηπ-το
  • ε-σκήμ-μεθα
  • έ-σκηφ-θε
  • ε-σκημ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ε-σκημ-μένος ώ
  • ε-σκημ-μένη ής
  • ε-σκημ-μένον ή
  • ε-σκημ-μένοι ώμεν
  • ε-σκημ-μέναι ήτε
  • ε-σκημ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ε-σκημ-μένος είην
  • ε-σκημ-μένη είης
  • ε-σκημ-μένον είη
  • ε-σκημ-μένοι είμεν
  • ε-σκημ-μέναι είτε
  • ε-σκημ-μένα είεν

Προστακτική

  • έ-σκη-ψο
  • ε-σκήφ-θω
  • ε-σκήφ-θων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ε-σκήφ-θαι

Μετοχή

  • ε-σκημ-μένος
  • ε-σκημ-μένη
  • ε-σκημ-μένον