ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σχίζω
- σχίζ-εις
- σχίζ-ει
- σχίζ-ομεν
- σχίζ-ετε
- σχίζ-ουσιν
Υποτακτική
- σχίζ-ω
- σχίζ-ης
- σχίζ-η
- σχίζ-ωμεν
- σχίζ-ητε
- σχίζ-ωσι(ν)
Ευκτική
- σχίζ-οιμι
- σχίζ-οις
- σχίζ-οι
- σχιζ-όντων
- σχίζ-οιτε
- σχίζ-οιεν
Προστακτική
- σχίζ-ε
- σχιζ-έτω
- σχίζ-ετε
Απαρέμφατο
- σχίζ-ειν
Μετοχή
- σχίζ-ων
- σχίζ-ουσα
- σχίζ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- έ-σχιζ-ον
- έ-σχιζ-ες
- έ-σχιζ-ε
- ε-σχίζ-ομεν
- ε-σχίζ-ετε
- έ-σχιζ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- σχί-σω
- σχί-σεις
- σχί-σει
- σχί-σομεν
- σχί-σετε
- σχί-σουσι(ν)
Ευκτική
- σχί-σοιμι
- σχί-σοις
- σχί-σοι
- σχί-σοιμεν
- σχί-σοιτε
- σχί-σοιεν
Απαρέμφατο
- σχί-σειν
Μετοχή
- σχί-σων
- σχί-σουσα
- σχί-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έ-σχισ-α
- έ-σχισ-ας
- έ-σχισ-ε(ν)
- ε-σχίσ-αμεν
- ε-σχίσ-ατε
- έ-σχισ-αν
Υποτακτική
- σχίσ-ω
- σχίσ-ης
- σχίσ-η
- σχίσ-ωμεν
- σχίσ-ητε
- σχίσ-ωσι(ν)
Ευκτική
- σχίσ-αιμι
- σχίσ-αις
- σχίσ-αι
- σχίσ-αιμεν
- σχίσ-αιτε
- σχίσ-αιεν
Προστακτική
- σχίσ-ον
- σχισ-άτω
- σχισ-άντων
Απαρέμφατο
- σχίσ-αι
Μετοχή
- σχίσ-ας
- σχίσ-ασα
- σχίσ-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- σχισ-θησοίμην
- σχισ-θήσοιο
- σχισ-θήσοιτο
- σχισ-θησοίμεθα
- σχισ-θήσοισθε
- σχισ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- σχισ-θήσεσθαι
Μετοχή
- σχισ-θησόμενος
- σχισ-θησομένη
- σχισ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-σχίσ-θην
- ε-σχίσ-θης
- ε-σχίσ-θη
- ε-σχίσ-θημεν
- ε-σχίσ-θητε
- ε-σχίσ-θησαν
Υποτακτική
- σχισ-θώ
- σχισ-θής
- σχισ-θή
- σχισ-θώμεν
- σχισ-θήτε
- σχισ-θώσι(ν)
Ευκτική
- σχισ-θείην
- σχισ-θείης
- σχισ-θείη
- σχισ-θείμεν
- σχισ-θείτε
- σχισ-θείεν
Προστακτική
- σχίσ-θητι
- σχισ-θήτω
- σχισ-θέντων
Απαρέμφατο
- σχισ-θήναι
Μετοχή
- σχισ-θείς
- σχισ-θείσα
- σχισ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σχίζομαι
- σχίζ-ει
- σχίζ-εται
- σχιζ-όμεθα
- σχίζ-εσθε
- σχίζ-ονται
Υποτακτική
- σχίζ-ωμαι
- σχίζ-η
- σχίζ-ηται
- σχιζ-ώμεθα
- σχίζ-ησθε
- σχίζ-ωνται
Ευκτική
- σχιζ-οίμην
- σχίζ-οιο
- σχίζ-οιτο
- σχιζ-οίμεθα
- σχίζ-οισθε
- σχίζ-οιντο
Προστακτική
- σχίζ-ου
- σχιζ-έσθω
- σχιζ-έσθων
Απαρέμφατο
- σχίζ-εσθαι
Μετοχή
- σχιζ-όμενος
- σχιζ-ομένη
- σχιζ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-σχιζ-όμην
- ε-σχίζ-ου
- ε-σχίζ-ετο
- ε-σχιζ-όμεθα
- ε-σχίζ-εσθε
- ε-σχίζ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- σχι-σοίμην
- σχί-σοιο
- σχί-σοιτο
- σχι-σοίμεθα
- σχί-σοισθε
- σχί-σοιντο
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- σχι-σόμενος
- σχι-σομένη
- σχι-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-σχι-σάμην
- ε-σχί-σω
- ε-σχί-σατο
- ε-σχι-σάμεθα
- ε-σχί-σασθε
- ε-σχί-σαντο
Υποτακτική
- σχίσ-ωμαι
- σχίσ-η
- σχίσ-ηται
- σχισ-ώμεθα
- σχίσ-ησθε
- σχίσ-ωνται
Ευκτική
- σχισ-αίμην
- σχίσ-αιο
- σχίσ-αιτο
- σχισ-αίμεθα
- σχίσ-αισθε
- σχίσ-αιντο
Προστακτική
- σχίσ-αι
- σχισ-άσθω
- σχισ-άσθων
Απαρέμφατο
- σχίσ-ασθαι
Μετοχή
- σχισ-άμενος
- σχισ-αμένη
- σχισ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-σχίσ-μην
- έ-σχι-σο
- έ-σχι-το
- ε-σχίσ-μεθα
- έ-σχι-σθε
- ε-σχισ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- ε-σχισ-μένος ώ
- ε-σχισ-μένη ής
- ε-σχισ-μένον ή
- ε-σχισ-μένοι ώμεν
- ε-σχισ-μέναι ήτε
- ε-σχισ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ε-σχισ-μένος είην
- ε-σχισ-μένη είης
- ε-σχισ-μένον είη
- ε-σχισ-μένοι είμεν
- ε-σχισ-μέναι είτε
- ε-σχισ-μένα είεν
Προστακτική
- έ-σχι-σο
- ε-σχί-σθω
- ε-σχί-σθων
Απαρέμφατο
- ε-σχί-σθαι
Μετοχή
- ε-σχισ-μένος
- ε-σχισ-μένη
- ε-σχισ-μένον