OG.png ορίζω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ορίζω
  • ορίζ-εις
  • ορίζ-ει
  • ορίζ-ομεν
  • ορίζ-ετε
  • ορίζ-ουσιν

Υποτακτική

  • ορίζ-ω
  • ορίζ-ης
  • ορίζ-η
  • ορίζ-ωμεν
  • ορίζ-ητε
  • ορίζ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ορίζ-οιμι
  • ορίζ-οις
  • ορίζ-οι
  • οριζ-όντων
  • ορίζ-οιτε
  • ορίζ-οιεν

Προστακτική

  • όριζ-ε
  • οριζ-έτω
  • ορίζ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ορίζ-ειν

Μετοχή

  • ορίζ-ων
  • ορίζ-ουσα
  • ορίζ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ώ-ριζ-ον
  • ώ-ριζ-ες
  • ώ-ριζ-ε
  • ω-ρίζ-ομεν
  • ω-ρίζ-ετε
  • ώ-ριζ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ορί-σω
  • ορί-σεις
  • ορί-σει
  • ορί-σομεν
  • ορί-σετε
  • ορί-σουσι(ν)

Ευκτική

  • ορί-σοιμι
  • ορί-σοις
  • ορί-σοι
  • ορί-σοιμεν
  • ορί-σοιτε
  • ορί-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • ορί-σειν

Μετοχή

  • ορί-σων
  • ορί-σουσα
  • ορί-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ώ-ρισ-α
  • ώ-ρισ-ας
  • ώ-ρισ-ε(ν)
  • ω-ρίσ-αμεν
  • ω-ρίσ-ατε
  • ώ-ρισ-αν

Υποτακτική

  • ο-ρίσ-ω
  • ο-ρίσ-ης
  • ο-ρίσ-η
  • ο-ρίσ-ωμεν
  • ο-ρίσ-ητε
  • ο-ρίσ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ο-ρίσ-αιμι
  • ο-ρίσ-αις
  • ο-ρίσ-αι
  • ο-ρίσ-αιμεν
  • ο-ρίσ-αιτε
  • ο-ρίσ-αιεν

Προστακτική

  • ό-ρισ-ον
  • ο-ρισ-άτω
  • ο-ρισ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ό-ρισ-αι

Μετοχή

  • ο-ρίσ-ας
  • ο-ρίσ-ασα
  • ο-ρίσ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ώ-ρι-κα
  • ώ-ρι-κας
  • ώ-ρι-κε(ν)
  • ω-ρί-καμεν
  • ω-ρί-κατε
  • ω-ρί-κασι(ν)

Υποτακτική

  • ω-ρί-κω
  • ω-ρί-κης
  • ω-ρί-κη
  • ω-ρί-κωμεν
  • ω-ρί-κητε
  • ω-ρί-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ω-ρί-κοιμι
  • ω-ρί-κοις
  • ω-ρί-κοι
  • ω-ρί-κοιμεν
  • ω-ρί-κοιτε
  • ω-ρί-κοιεν

Προστακτική

  • ώ-ρι-κε
  • ω-ρι-κέτω
  • ω-ρι-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ω-ρι-κέναι

Μετοχή

  • ω-ρι-κώς
  • ω-ρι-κυία
  • ω-ρι-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ω-ρί-κειν
  • ω-ρί-κεις
  • ω-ρί-κει
  • ω-ρί-κειμεν
  • ω-ρί-κειτε
  • ω-ρί-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ορισ-θησοίμην
  • ορισ-θήσοιο
  • ορισ-θήσοιτο
  • ορισ-θησοίμεθα
  • ορισ-θήσοισθε
  • ορισ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • ορισ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • ορισ-θησόμενος
  • ορισ-θησομένη
  • ορισ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-ρίσ-θην
  • ω-ρίσ-θης
  • ω-ρίσ-θη
  • ω-ρίσ-θημεν
  • ω-ρίσ-θητε
  • ω-ρίσ-θησαν

Υποτακτική

  • ορισ-θώ
  • ορισ-θής
  • ορισ-θή
  • ορισ-θώμεν
  • ορισ-θήτε
  • ορισ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ορισ-θείην
  • ορισ-θείης
  • ορισ-θείη
  • ορισ-θείμεν
  • ορισ-θείτε
  • ορισ-θείεν

Προστακτική

  • ορίσ-θητι
  • ορισ-θήτω
  • ορισ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ορισ-θήναι

Μετοχή

  • ορισ-θείς
  • ορισ-θείσα
  • ορισ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ορίζομαι
  • ορίζ-ει
  • ορίζ-εται
  • οριζ-όμεθα
  • ορίζ-εσθε
  • ορίζ-ονται

Υποτακτική

  • ορίζ-ωμαι
  • ορίζ-η
  • ορίζ-ηται
  • οριζ-ώμεθα
  • ορίζ-ησθε
  • ορίζ-ωνται
 

Ευκτική

  • οριζ-οίμην
  • ορίζ-οιο
  • ορίζ-οιτο
  • οριζ-οίμεθα
  • ορίζ-οισθε
  • ορίζ-οιντο

Προστακτική

  • ορίζ-ου
  • οριζ-έσθω
  • οριζ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ορίζ-εσθαι

Μετοχή

  • οριζ-όμενος
  • οριζ-ομένη
  • οριζ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ω-ριζ-όμην
  • ω-ρίζ-ου
  • ω-ρίζ-ετο
  • ω-ριζ-όμεθα
  • ω-ρίζ-εσθε
  • ω-ρίζ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ορι-σοίμην
  • ορί-σοιο
  • ορί-σοιτο
  • ορι-σοίμεθα
  • ορί-σοισθε
  • ορί-σοιντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • ορι-σόμενος
  • ορι-σομένη
  • ορι-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-ρισ-άμην
  • ω-ρίσ-ω
  • ω-ρίσ-ατο
  • ω-ρισ-άμεθα
  • ω-ρίσ-ασθε
  • ω-ρίσ-αντο

Υποτακτική

  • ο-ρίσ-ωμαι
  • ο-ρίσ-η
  • ο-ρίσ-ηται
  • ο-ρισ-ώμεθα
  • ο-ρίσ-ησθε
  • ο-ρίσ-ωνται
 

Ευκτική

  • ο-ρισ-αίμην
  • ο-ρίσ-αιο
  • ο-ρίσ-αιτο
  • ο-ρισ-αίμεθα
  • ο-ρίσ-αισθε
  • ο-ρίσ-αιντο

Προστακτική

  • ό-ρισ-αι
  • ο-ρισ-άσθω
  • ο-ρισ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-ρίσ-ασθαι

Μετοχή

  • ο-ρισ-άμενος
  • ο-ρισ-αμένη
  • ο-ρισ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ω-ρίσ-μην
  • ώ-ρι-σο
  • ώ-ρισ-το
  • ω-ρίσ-μεθα
  • ώ-ρισ-θε
  • ω-ρισ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ω-ρισ-μένος ώ
  • ω-ρισ-μένη ής
  • ω-ρισ-μένον ή
  • ω-ρισ-μένοι ώμεν
  • ω-ρισ-μέναι ήτε
  • ω-ρισ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ω-ρισ-μένος είην
  • ω-ρισ-μένη είης
  • ω-ρισ-μένον είη
  • ω-ρισ-μένοι είμεν
  • ω-ρισ-μέναι είτε
  • ω-ρισ-μένα είεν

Προστακτική

  • ώ-ρι-σο
  • ω-ρί-σθω
  • ω-ρί-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ω-ρί-σθαι

Μετοχή

  • ω-ρισ-μένος
  • ω-ρισ-μένη
  • ω-ρισ-μένον