ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ονειδίζω
- ονειδίζ-εις
- ονειδίζ-ει
- ονειδίζ-ομεν
- ονειδίζ-ετε
- ονειδίζ-ουσιν
Υποτακτική
- ονειδίζ-ω
- ονειδίζ-ης
- ονειδίζ-η
- ονειδίζ-ωμεν
- ονειδίζ-ητε
- ονειδίζ-ωσι(ν)
Ευκτική
- ονειδίζ-οιμι
- ονειδίζ-οις
- ονειδίζ-οι
- ονειδιζ-όντων
- ονειδίζ-οιτε
- ονειδίζ-οιεν
Προστακτική
- ονείδιζ-ε
- ονειδιζ-έτω
- ονειδίζ-ετε
Απαρέμφατο
- ονειδίζ-ειν
Μετοχή
- ονειδίζ-ων
- ονειδίζ-ουσα
- ονειδίζ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ω-νείδιζ-ον
- ω-νείδιζ-ες
- ω-νείδιζ-ε
- ω-νειδίζ-ομεν
- ω-νειδίζ-ετε
- ω-νείδιζ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- ονειδί-σω
- ονειδί-σεις
- ονειδί-σει
- ονειδί-σομεν
- ονειδί-σετε
- ονειδί-σουσι(ν)
Ευκτική
- ονειδί-σοιμι
- ονειδί-σοις
- ονειδί-σοι
- ονειδί-σοιμεν
- ονειδί-σοιτε
- ονειδί-σοιεν
Απαρέμφατο
- ονειδί-σειν
Μετοχή
- ονειδί-σων
- ονειδί-σουσα
- ονειδί-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ω-νείδισ-α
- ω-νείδισ-ας
- ω-νείδισ-ε(ν)
- ω-νειδίσ-αμεν
- ω-νειδίσ-ατε
- ω-νείδισ-αν
Υποτακτική
- ο-νειδίσ-ω
- ο-νειδίσ-ης
- ο-νειδίσ-η
- ο-νειδίσ-ωμεν
- ο-νειδίσ-ητε
- ο-νειδίσ-ωσι(ν)
Ευκτική
- ο-νειδίσ-αιμι
- ο-νειδίσ-αις
- ο-νειδίσ-αι
- ο-νειδίσ-αιμεν
- ο-νειδίσ-αιτε
- ο-νειδίσ-αιεν
Προστακτική
- ο-νείδισ-ον
- ο-νειδισ-άτω
- ο-νειδισ-άντων
Απαρέμφατο
- ο-νείδισ-αι
Μετοχή
- ο-νειδίσ-ας
- ο-νειδίσ-ασα
- ο-νειδίσ-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ω-νείδι-κα
- ω-νείδι-κας
- ω-νείδι-κε(ν)
- ω-νειδί-καμεν
- ω-νειδί-κατε
- ω-νειδί-κασι(ν)
Υποτακτική
- ω-νειδί-κω
- ω-νειδί-κης
- ω-νειδί-κη
- ω-νειδί-κωμεν
- ω-νειδί-κητε
- ω-νειδί-κωσι(ν)
Ευκτική
- ω-νειδί-κοιμι
- ω-νειδί-κοις
- ω-νειδί-κοι
- ω-νειδί-κοιμεν
- ω-νειδί-κοιτε
- ω-νειδί-κοιεν
Προστακτική
- ω-νείδι-κε
- ω-νειδι-κέτω
- ω-νειδι-κόντων
Απαρέμφατο
- ω-νειδι-κέναι
Μετοχή
- ω-νειδι-κώς
- ω-νειδι-κυία
- ω-νειδι-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ω-νειδί-κειν
- ω-νειδί-κεις
- ω-νειδί-κει
- ω-νειδί-κειμεν
- ω-νειδί-κειτε
- ω-νειδί-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- ονειδισ-θησοίμην
- ονειδισ-θήσοιο
- ονειδισ-θήσοιτο
- ονειδισ-θησοίμεθα
- ονειδισ-θήσοισθε
- ονειδισ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- ονειδισ-θήσεσθαι
Μετοχή
- ονειδισ-θησόμενος
- ονειδισ-θησομένη
- ονειδισ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ω-νείδίσ-θην
- ω-νείδίσ-θης
- ω-νείδίσ-θη
- ω-νείδίσ-θημεν
- ω-νείδίσ-θητε
- ω-νείδίσ-θησαν
Υποτακτική
- ονειδισ-θώ
- ονειδισ-θής
- ονειδισ-θή
- ονειδισ-θώμεν
- ονειδισ-θήτε
- ονειδισ-θώσι(ν)
Ευκτική
- ονειδισ-θείην
- ονειδισ-θείης
- ονειδισ-θείη
- ονειδισ-θείμεν
- ονειδισ-θείτε
- ονειδισ-θείεν
Προστακτική
- ονειδίσ-θητι
- ονειδισ-θήτω
- ονειδισ-θέντων
Απαρέμφατο
- ονειδισ-θήναι
Μετοχή
- ονειδισ-θείς
- ονειδισ-θείσα
- ονειδισ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ονειδίζομαι
- ονειδίζ-ει
- ονειδίζ-εται
- ονειδιζ-όμεθα
- ονειδίζ-εσθε
- ονειδίζ-ονται
Υποτακτική
- ονειδίζ-ωμαι
- ονειδίζ-η
- ονειδίζ-ηται
- ονειδιζ-ώμεθα
- ονειδίζ-ησθε
- ονειδίζ-ωνται
Ευκτική
- ονειδιζ-οίμην
- ονειδίζ-οιο
- ονειδίζ-οιτο
- ονειδιζ-οίμεθα
- ονειδίζ-οισθε
- ονειδίζ-οιντο
Προστακτική
- ονειδίζ-ου
- ονειδιζ-έσθω
- ονειδιζ-έσθων
Απαρέμφατο
- ονειδίζ-εσθαι
Μετοχή
- ονειδιζ-όμενος
- ονειδιζ-ομένη
- ονειδιζ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ω-νειδιζ-όμην
- ω-νειδίζ-ου
- ω-νειδίζ-ετο
- ω-νειδιζ-όμεθα
- ω-νειδίζ-εσθε
- ω-νειδίζ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- ονειδι-σοίμην
- ονειδί-σοιο
- ονειδί-σοιτο
- ονειδι-σοίμεθα
- ονειδί-σοισθε
- ονειδί-σοιντο
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- ονειδι-σόμενος
- ονειδι-σομένη
- ονειδι-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ω-νειδι-σάμην
- ω-νειδί-σω
- ω-νειδί-σατο
- ω-νειδι-σάμεθα
- ω-νειδί-σασθε
- ω-νειδί-σαντο
Υποτακτική
- ο-νειδίσ-ωμαι
- ο-νειδίσ-η
- ο-νειδίσ-ηται
- ο-νειδισ-ώμεθα
- ο-νειδίσ-ησθε
- ο-νειδίσ-ωνται
Ευκτική
- ο-νειδισ-αίμην
- ο-νειδίσ-αιο
- ο-νειδίσ-αιτο
- ο-νειδισ-αίμεθα
- ο-νειδίσ-αισθε
- ο-νειδίσ-αιντο
Προστακτική
- ο-νείδισ-αι
- ο-νειδισ-άσθω
- ο-νειδισ-άσθων
Απαρέμφατο
- ο-νειδίσ-ασθαι
Μετοχή
- ο-νειδισ-άμενος
- ο-νειδισ-αμένη
- ο-νειδισ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ω-νειδίσ-μην
- ω-νείδι-σο
- ω-νείδισ-το
- ω-νειδίσ-μεθα
- ω-νείδισ-θε
- ω-νειδισ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- ω-νειδισ-μένος ώ
- ω-νειδισ-μένη ής
- ω-νειδισ-μένον ή
- ω-νειδισ-μένοι ώμεν
- ω-νειδισ-μέναι ήτε
- ω-νειδισ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ω-νειδισ-μένος είην
- ω-νειδισ-μένη είης
- ω-νειδισ-μένον είη
- ω-νειδισ-μένοι είμεν
- ω-νειδισ-μέναι είτε
- ω-νειδισ-μένα είεν
Προστακτική
- ω-νείδι-σο
- ω-νειδί-σθω
- ω-νειδί-σθων
Απαρέμφατο
- ω-νειδί-σθαι
Μετοχή
- ω-νειδισ-μένος
- ω-νειδισ-μένη
- ω-νειδισ-μένον