ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- βιάζω
- βιάζ-εις
- βιάζ-ει
- βιάζ-ομεν
- βιάζ-ετε
- βιάζ-ουσιν
Υποτακτική
- βιάζ-ω
- βιάζ-ης
- βιάζ-η
- βιάζ-ωμεν
- βιάζ-ητε
- βιάζ-ωσι(ν)
Ευκτική
- βιάζ-οιμι
- βιάζ-οις
- βιάζ-οι
- βιαζ-όντων
- βιάζ-οιτε
- βιάζ-οιεν
Προστακτική
- βίαζ-ε
- βιαζ-έτω
- βιάζ-ετε
Απαρέμφατο
- βιάζ-ειν
Μετοχή
- βιάζ-ων
- βιάζ-ουσα
- βιάζ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-βίαζ-ον
- ε-βίαζ-ες
- ε-βίαζ-ε
- ε-βιάζ-ομεν
- ε-βιάζ-ετε
- ε-βίαζ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- βιάσ-ω
- βιάσ-εις
- βιάσ-ει
- βιάσ-ομεν
- βιάσ-ετε
- βιάσ-ουσι(ν)
Ευκτική
- βιάσ-οιμι
- βιάσ-οις
- βιάσ-οι
- βιάσ-οιμεν
- βιάσ-οιτε
- βιάσ-οιεν
Απαρέμφατο
- βιάσ-ειν
Μετοχή
- βιάσ-ων
- βιάσ-ουσα
- βιάσ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-βίασ-α
- ε-βίασ-ας
- ε-βίασ-ε(ν)
- ε-βιάσ-αμεν
- ε-βιάσ-ατε
- ε-βίασ-αν
Υποτακτική
- βιάσ-ω
- βιάσ-ης
- βιάσ-η
- βιάσ-ωμεν
- βιάσ-ητε
- βιάσ-ωσι(ν)
Ευκτική
- βιάσ-αιμι
- βιάσ-αις
- βιάσ-αι
- βιάσ-αιμεν
- βιάσ-αιτε
- βιάσ-αιεν
Προστακτική
- βίασ-ον
- βιασ-άτω
- βιασ-άντων
Απαρέμφατο
- βίασ-αι
Μετοχή
- βιάσ-ας
- βιάσ-ασα
- βιάσ-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- βιασ-θησοίμην
- βιασ-θήσοιο
- βιασ-θήσοιτο
- βιασ-θησοίμεθα
- βιασ-θήσοισθε
- βιασ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- βιασ-θήσεσθαι
Μετοχή
- βιασ-θησόμενος
- βιασ-θησομένη
- βιασ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-βίάσ-θην
- ε-βίάσ-θης
- ε-βίάσ-θη
- ε-βίάσ-θημεν
- ε-βίάσ-θητε
- ε-βίάσ-θησαν
Υποτακτική
- βιασ-θώ
- βιασ-θής
- βιασ-θή
- βιασ-θώμεν
- βιασ-θήτε
- βιασ-θώσι(ν)
Ευκτική
- βιασ-θείην
- βιασ-θείης
- βιασ-θείη
- βιασ-θείμεν
- βιασ-θείτε
- βιασ-θείεν
Προστακτική
- βιάσ-θητι
- βιασ-θήτω
- βιασ-θέντων
Απαρέμφατο
- βιασ-θήναι
Μετοχή
- βιασ-θείς
- βιασ-θείσα
- βιασ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- βιάζομαι
- βιάζ-ει
- βιάζ-εται
- βιαζ-όμεθα
- βιάζ-εσθε
- βιάζ-ονται
Υποτακτική
- βιάζ-ωμαι
- βιάζ-η
- βιάζ-ηται
- βιαζ-ώμεθα
- βιάζ-ησθε
- βιάζ-ωνται
Ευκτική
- βιαζ-οίμην
- βιάζ-οιο
- βιάζ-οιτο
- βιαζ-οίμεθα
- βιάζ-οισθε
- βιάζ-οιντο
Προστακτική
- βιάζ-ου
- βιαζ-έσθω
- βιαζ-έσθων
Απαρέμφατο
- βιάζ-εσθαι
Μετοχή
- βιαζ-όμενος
- βιαζ-ομένη
- βιαζ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-βιαζ-όμην
- ε-βιάζ-ου
- ε-βιάζ-ετο
- ε-βιαζ-όμεθα
- ε-βιάζ-εσθε
- ε-βιάζ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- βιασ-οίμην
- βιάσ-οιο
- βιάσ-οιτο
- βιασ-οίμεθα
- βιάσ-οισθε
- βιάσ-οιντο
Απαρέμφατο
- βιά-σεσθαι
Μετοχή
- βιασ-όμενος
- βιασ-ομένη
- βιασ-όμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-βια-σάμην
- ε-βιά-σω
- ε-βιά-σατο
- ε-βια-σάμεθα
- ε-βιά-σασθε
- ε-βιά-σαντο
Υποτακτική
- βιάσ-ωμαι
- βιάσ-η
- βιάσ-ηται
- βιασ-ώμεθα
- βιάσ-ησθε
- βιάσ-ωνται
Ευκτική
- βιασ-αίμην
- βιάσ-αιο
- βιάσ-αιτο
- βιασ-αίμεθα
- βιάσ-αισθε
- βιάσ-αιντο
Προστακτική
- βίασ-αι
- βιασ-άσθω
- βιασ-άσθων
Απαρέμφατο
- βιάσ-ασθαι
Μετοχή
- βιασ-άμενος
- βιασ-αμένη
- βιασ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-βε-βιάσ-μην
- ε-βε-βία-σο
- ε-βε-βίασ-το
- ε-βε-βιάσ-μεθα
- ε-βε-βίασ-θε
- βε-βιασ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- βε-βιασ-μένος ώ
- βε-βιασ-μένη ής
- βε-βιασ-μένον ή
- βε-βιασ-μένοι ώμεν
- βε-βιασ-μέναι ήτε
- βε-βιασ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- βε-βιασ-μένος είην
- βε-βιασ-μένη είης
- βε-βιασ-μένον είη
- βε-βιασ-μένοι είμεν
- βε-βιασ-μέναι είτε
- βε-βιασ-μένα είεν
Προστακτική
- βε-βία-σο
- βε-βιά-σθω
- βε-βιά-σθων
Απαρέμφατο
- βε-βιά-σθαι
Μετοχή
- βε-βιασ-μένος
- βε-βιασ-μένη
- βε-βιασ-μένον