OG.png σύρω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σύρω
  • σύρ-εις
  • σύρ-ει
  • σύρ-ομεν
  • σύρ-ετε
  • σύρ-ουσιν

Υποτακτική

  • σύρ-ω
  • σύρ-ης
  • σύρ-η
  • σύρ-ωμεν
  • σύρ-ητε
  • σύρ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σύρ-οιμι
  • σύρ-οις
  • σύρ-οι
  • συρ-όντων
  • σύρ-οιτε
  • σύρ-οιεν

Προστακτική

  • σύρ-ε
  • συρ-έτω
  • σύρ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σύρ-ειν

Μετοχή

  • σύρ-ων
  • σύρ-ουσα
  • σύρ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • έ-συρ-ον
  • έ-συρ-ες
  • έ-συρ-ε
  • ε-σύρ-ομεν
  • ε-σύρ-ετε
  • έ-συρ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • συρ-ώ
  • συρ-είς
  • συρ-εί
  • συρ-ούμεν
  • συρ-είτε
  • συρ-ούσι(ν)

Ευκτική

  • συρ-οίην
  • συρ-οίης
  • συρ-οίη
  • συρ-οίμεν
  • συρ-οίτε
  • συρ-οίεν
 

Απαρέμφατο

  • συρ-είν

Μετοχή

  • συρ-ών
  • συρ-ούσα
  • συρ-ούν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έ-συρ-α
  • έ-συρ-ας
  • έ-συρ-ε(ν)
  • ε-σύρ-αμεν
  • ε-σύρ-ατε
  • έ-συρ-αν

Υποτακτική

  • σύρ-ω
  • σύρ-ης
  • σύρ-η
  • σύρ-ωμεν
  • σύρ-ητε
  • σύρ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σύρ-αιμι
  • σύρ-αις
  • σύρ-αι
  • σύρ-αιμεν
  • σύρ-αιτε
  • σύρ-αιεν

Προστακτική

  • σύρ-ον
  • συρ-άτω
  • συρ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σύρ-αι

Μετοχή

  • σύρ-ας
  • σύρ-ασα
  • σύρ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • σέ-συρ-κα
  • σέ-συρ-κας
  • σέ-συρ-κε(ν)
  • σε-σύρ-καμεν
  • σε-σύρ-κατε
  • σε-σύρ-κασι(ν)

Υποτακτική

  • σε-σύρ-κω
  • σε-σύρ-κης
  • σε-σύρ-κη
  • σε-σύρ-κωμεν
  • σε-σύρ-κητε
  • σε-σύρ-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σε-σύρ-κοιμι
  • σε-σύρ-κοις
  • σε-σύρ-κοι
  • σε-σύρ-κοιμεν
  • σε-σύρ-κοιτε
  • σε-σύρ-κοιεν

Προστακτική

  • σέ-συρ-κε
  • σε-συρ-κέτω
  • σε-συρ-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σε-συρ-κέναι

Μετοχή

  • σε-συρ-κώς
  • σε-συρ-κυία
  • σε-συρ-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-σεσύρ-κειν
  • ε-σεσύρ-κεις
  • ε-σεσύρ-κει
  • ε-σεσύρ-κειμεν
  • ε-σεσύρ-κειτε
  • ε-σεσύρ-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-σύρ-ην
  • ε-σύρ-ης
  • ε-σύρ-η
  • ε-σύρ-ημεν
  • ε-σύρ-ητε
  • ε-σύρ-ησαν

Υποτακτική

  • συρ-ώ
  • συρ-ής
  • συρ-ή
  • συρ-ώμεν
  • συρ-ήτε
  • συρ-ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • συρ-είην
  • συρ-είης
  • συρ-είη
  • συρ-είμεν
  • συρ-είτε
  • συρ-είεν

Προστακτική

  • σύρ-ηθι
  • συρ-ήτω
  • συρ-έντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • συρ-ήναι

Μετοχή

  • συρ-είς
  • συρ-είσα
  • συρ-έν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σύρομαι
  • σύρ-ει
  • σύρ-εται
  • συρ-όμεθα
  • σύρ-εσθε
  • σύρ-ονται

Υποτακτική

  • σύρ-ωμαι
  • σύρ-η
  • σύρ-ηται
  • συρ-ώμεθα
  • σύρ-ησθε
  • σύρ-ωνται
 

Ευκτική

  • συρ-οίμην
  • σύρ-οιο
  • σύρ-οιτο
  • συρ-οίμεθα
  • σύρ-οισθε
  • σύρ-οιντο

Προστακτική

  • σύρ-ου
  • συρ-έσθω
  • συρ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σύρ-εσθαι

Μετοχή

  • συρ-όμενος
  • συρ-ομένη
  • συρ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-συρ-όμην
  • ε-σύρ-ου
  • ε-σύρ-ετο
  • ε-συρ-όμεθα
  • ε-σύρ-εσθε
  • ε-σύρ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • συρ-οίμην
  • συρ-οίο
  • συρ-οίτο
  • συρ-οίμεθα
  • συρ-οίσθε
  • συρ-οίντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • συρ-ούμενος
  • συρ-ουμένη
  • συρ-ούμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-συρ-άμην
  • ε-σύρ-ω
  • ε-σύρ-ατο
  • ε-συρ-άμεθα
  • ε-σύρ-ασθε
  • ε-σύρ-αντο

Υποτακτική

  • σύρ-ωμαι
  • σύρ-η
  • σύρ-ηται
  • συρ-ώμεθα
  • σύρ-ησθε
  • σύρ-ωνται
 

Ευκτική

  • συρ-αίμην
  • σύρ-αιο
  • σύρ-αιτο
  • συρ-αίμεθα
  • σύρ-αισθε
  • σύρ-αιντο

Προστακτική

  • σύρ-αι
  • συρ-άσθω
  • συρ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σύρ-ασθαι

Μετοχή

  • συρ-άμενος
  • συρ-αμένη
  • συρ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-σε-σύρ-μην
  • ε-σέ-συρ-σο
  • ε-σέ-συρ-το
  • ε-σε-σύρ-μεθα
  • ε-σέ-συρ-θε
  • σε-συρ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • σε-συρ-μένος ώ
  • σε-συρ-μένη ής
  • σε-συρ-μένον ή
  • σε-συρ-μένοι ώμεν
  • σε-συρ-μέναι ήτε
  • σε-συρ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • σε-συρ-μένος είην
  • σε-συρ-μένη είης
  • σε-συρ-μένον είη
  • σε-συρ-μένοι είμεν
  • σε-συρ-μέναι είτε
  • σε-συρ-μένα είεν

Προστακτική

  • σέ-συρ-σο
  • σε-σύρ-θω
  • σε-σύρ-θων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σε-σύρ-θαι

Μετοχή

  • σε-συρ-μένος
  • σε-συρ-μένη
  • σε-συρ-μένον