ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πραύνω
- πραύν-εις
- πραύν-ει
- πραύν-ομεν
- πραύν-ετε
- πραύν-ουσιν
Υποτακτική
- πραύν-ω
- πραύν-ης
- πραύν-η
- πραύν-ωμεν
- πραύν-ητε
- πραύν-ωσι(ν)
Ευκτική
- πραύν-οιμι
- πραύν-οις
- πραύν-οι
- πραυν-όντων
- πραύν-οιτε
- πραύν-οιεν
Προστακτική
- πραύν-ε
- πραυν-έτω
- πραύν-ετε
Απαρέμφατο
- πραύν-ειν
Μετοχή
- πραύν-ων
- πραύν-ουσα
- πραύν-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- έ-πραυν-ον
- έ-πραυν-ες
- έ-πραυν-ε
- ε-πραύν-ομεν
- ε-πραύν-ετε
- έ-πραυν-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πραϋν-ώ
- πραϋν-είς
- πραϋν-εί
- πραϋν-ούμεν
- πραϋν-είτε
- πραϋν-ούσι(ν)
Ευκτική
- πραϋν-οίην
- πραϋν-οίης
- πραϋν-οίη
- πραϋν-οίμεν
- πραϋν-οίτε
- πραϋν-οίεν
Απαρέμφατο
- πραϋν-είν
Μετοχή
- πραϋν-ών
- πραϋν-ούσα
- πραϋν-ούν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πράυν-α
- ε-πράυν-ας
- ε-πράυν-ε(ν)
- ε-πραύν-αμεν
- ε-πραύν-ατε
- ε-πράυν-αν
Υποτακτική
- πραύν-ω
- πραύν-ης
- πραύν-η
- πραύν-ωμεν
- πραύν-ητε
- πραύν-ωσι(ν)
Ευκτική
- πραύν-αιμι
- πραύν-αις
- πραύν-αι
- πραύν-αιμεν
- πραύν-αιτε
- πραύν-αιεν
Προστακτική
- πραύν-ον
- πραυν-άτω
- πραυν-άντων
Απαρέμφατο
- πραύν-αι
Μετοχή
- πραύν-ας
- πραύν-ασα
- πραύν-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πραυν-θησοίμην
- πραυν-θήσοιο
- πραυν-θήσοιτο
- πραυν-θησοίμεθα
- πραυν-θήσοισθε
- πραυν-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- πραυν-θήσεσθαι
Μετοχή
- πραυν-θησόμενος
- πραυν-θησομένη
- πραυν-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πραύν-θην
- ε-πραύν-θης
- ε-πραύν-θη
- ε-πραύν-θημεν
- ε-πραύν-θητε
- ε-πραύν-θησαν
Υποτακτική
- πραυν-θώ
- πραυν-θής
- πραυν-θή
- πραυν-θώμεν
- πραυν-θήτε
- πραυν-θώσι(ν)
Ευκτική
- πραυν-θείην
- πραυν-θείης
- πραυν-θείη
- πραυν-θείμεν
- πραυν-θείτε
- πραυν-θείεν
Προστακτική
- πραύν-θητι
- πραυν-θήτω
- πραυν-θέντων
Απαρέμφατο
- πραυν-θήναι
Μετοχή
- πραυν-θείς
- πραυν-θείσα
- πραυν-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πραύνομαι
- πραύν-ει
- πραύν-εται
- πραυν-όμεθα
- πραύν-εσθε
- πραύν-ονται
Υποτακτική
- πραύν-ωμαι
- πραύν-η
- πραύν-ηται
- πραυν-ώμεθα
- πραύν-ησθε
- πραύν-ωνται
Ευκτική
- πραυν-οίμην
- πραύν-οιο
- πραύν-οιτο
- πραυν-οίμεθα
- πραύν-οισθε
- πραύν-οιντο
Προστακτική
- πραύν-ου
- πραυν-έσθω
- πραυν-έσθων
Απαρέμφατο
- πραύν-εσθαι
Μετοχή
- πραυν-όμενος
- πραυν-ομένη
- πραυν-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-πραυν-όμην
- ε-πραύν-ου
- ε-πραύν-ετο
- ε-πραυν-όμεθα
- ε-πραύν-εσθε
- ε-πραύν-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- πραϋν-οίμην
- πραϋν-οίο
- πραϋν-οίτο
- πραϋν-οίμεθα
- πραϋν-οίσθε
- πραϋν-οίντο
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- πραϋν-ούμενος
- πραϋν-ουμένη
- πραϋν-ούμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-πραυν-άμην
- ε-πραύν-ω
- ε-πραύν-ατο
- ε-πραυν-άμεθα
- ε-πραύν-ασθε
- ε-πραύν-αντο
Υποτακτική
- πραύν-ωμαι
- πραύν-η
- πραύν-ηται
- πραυν-ώμεθα
- πραύν-ησθε
- πραύν-ωνται
Ευκτική
- πραυν-αίμην
- πραύν-αιο
- πραύν-αιτο
- πραυν-αίμεθα
- πραύν-αισθε
- πραύν-αιντο
Προστακτική
- πραύν-αι
- πραυν-άσθω
- πραυν-άσθων
Απαρέμφατο
- πραύν-ασθαι
Μετοχή
- πραυν-άμενος
- πραυν-αμένη
- πραυν-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-πε-πραύσ-μην
- ε-πέ-πραυ-σο
- ε-πέ-πραυσ-το
- ε-πε-πραύσ-μεθα
- ε-πέ-πραυσ-θε
- πε-πραυσ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- πε-πραυσ-μένος ώ
- πε-πραυσ-μένη ής
- πε-πραυσ-μένον ή
- πε-πραυσ-μένοι ώμεν
- πε-πραυσ-μέναι ήτε
- πε-πραυσ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- πε-πραυσ-μένος είην
- πε-πραυσ-μένη είης
- πε-πραυσ-μένον είη
- πε-πραυσ-μένοι είμεν
- πε-πραυσ-μέναι είτε
- πε-πραυσ-μένα είεν
Προστακτική
- πε-πράυ-σο
- πε-πραύ-σθω
- πε-πραύ-σθων
Απαρέμφατο
- πε-πραύ-σθαι
Μετοχή
- πε-πραυσ-μένος
- πε-πραυσ-μένη
- πε-πραυσ-μένον