OG.png οξύνω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • οξύνω
  • οξύν-εις
  • οξύν-ει
  • οξύν-ομεν
  • οξύν-ετε
  • οξύν-ουσιν

Υποτακτική

  • οξύν-ω
  • οξύν-ης
  • οξύν-η
  • οξύν-ωμεν
  • οξύν-ητε
  • οξύν-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • οξύν-οιμι
  • οξύν-οις
  • οξύν-οι
  • οξυν-όντων
  • οξύν-οιτε
  • οξύν-οιεν

Προστακτική

  • όξυν-ε
  • οξυν-έτω
  • οξύν-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • οξύν-ειν

Μετοχή

  • οξύν-ων
  • οξύν-ουσα
  • οξύν-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ώ-ξυν-ον
  • ώ-ξυν-ες
  • ώ-ξυν-ε
  • ω-ξύν-ομεν
  • ω-ξύν-ετε
  • ώ-ξυν-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • οξυν-ώ
  • οξυν-είς
  • οξυν-εί
  • οξυν-ούμεν
  • οξυν-είτε
  • οξυν-ούσι(ν)

Ευκτική

  • οξυν-οίην
  • οξυν-οίης
  • οξυν-οίη
  • οξυν-οίμεν
  • οξυν-οίτε
  • οξυν-οίεν
 

Απαρέμφατο

  • οξυν-είν

Μετοχή

  • οξυν-ών
  • οξυν-ούσα
  • οξυν-ούν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ώ-ξυν-α
  • ώ-ξυν-ας
  • ώ-ξυν-ε(ν)
  • ω-ξύν-αμεν
  • ω-ξύν-ατε
  • ώ-ξυν-αν

Υποτακτική

  • ο-ξύν-ω
  • ο-ξύν-ης
  • ο-ξύν-η
  • ο-ξύν-ωμεν
  • ο-ξύν-ητε
  • ο-ξύν-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ο-ξύν-αιμι
  • ο-ξύν-αις
  • ο-ξύν-αι
  • ο-ξύν-αιμεν
  • ο-ξύν-αιτε
  • ο-ξύν-αιεν

Προστακτική

  • ό-ξυν-ον
  • ο-ξυν-άτω
  • ο-ξυν-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ό-ξυν-αι

Μετοχή

  • ο-ξύν-ας
  • ο-ξύν-ασα
  • ο-ξύν-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-ξύν-θην
  • ω-ξύν-θης
  • ω-ξύν-θη
  • ω-ξύν-θημεν
  • ω-ξύν-θητε
  • ω-ξύν-θησαν

Υποτακτική

  • ο-ξυν-θώ
  • ο-ξυν-θής
  • ο-ξυν-θή
  • ο-ξυν-θώμεν
  • ο-ξυν-θήτε
  • ο-ξυν-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ο-ξυν-θείην
  • ο-ξυν-θείης
  • ο-ξυν-θείη
  • ο-ξυν-θείμεν
  • ο-ξυν-θείτε
  • ο-ξυν-θείεν

Προστακτική

  • ο-ξύν-θητι
  • ο-ξυν-θήτω
  • ο-ξυν-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-ξυν-θήναι

Μετοχή

  • ο-ξυν-θείς
  • ο-ξυν-θείσα
  • ο-ξυν-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • οξύνομαι
  • οξύν-ει
  • οξύν-εται
  • οξυν-όμεθα
  • οξύν-εσθε
  • οξύν-ονται

Υποτακτική

  • οξύν-ωμαι
  • οξύν-η
  • οξύν-ηται
  • οξυν-ώμεθα
  • οξύν-ησθε
  • οξύν-ωνται
 

Ευκτική

  • οξυν-οίμην
  • οξύν-οιο
  • οξύν-οιτο
  • οξυν-οίμεθα
  • οξύν-οισθε
  • οξύν-οιντο

Προστακτική

  • οξύν-ου
  • οξυν-έσθω
  • οξυν-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • οξύν-εσθαι

Μετοχή

  • οξυν-όμενος
  • οξυν-ομένη
  • οξυν-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ω-ξυν-όμην
  • ω-ξύν-ου
  • ω-ξύν-ετο
  • ω-ξυν-όμεθα
  • ω-ξύν-εσθε
  • ω-ξύν-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • οξυν-οίμην
  • οξυν-οίο
  • οξυν-οίτο
  • οξυν-οίμεθα
  • οξυν-οίσθε
  • οξυν-οίντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • οξυν-ούμενος
  • οξυν-ουμένη
  • οξυν-ούμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-ξυν-άμην
  • ω-ξύν-ω
  • ω-ξύν-ατο
  • ω-ξυν-άμεθα
  • ω-ξύν-ασθε
  • ω-ξύν-αντο

Υποτακτική

  • ο-ξύν-ωμαι
  • ο-ξύν-η
  • ο-ξύν-ηται
  • ο-ξυν-ώμεθα
  • ο-ξύν-ησθε
  • ο-ξύν-ωνται
 

Ευκτική

  • ο-ξυν-αίμην
  • ο-ξύν-αιο
  • ο-ξύν-αιτο
  • ο-ξυν-αίμεθα
  • ο-ξύν-αισθε
  • ο-ξύν-αιντο

Προστακτική

  • ό-ξυν-αι
  • ο-ξυν-άσθω
  • ο-ξυν-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-ξύν-ασθαι

Μετοχή

  • ο-ξυν-άμενος
  • ο-ξυν-αμένη
  • ο-ξυν-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ω-ξύμ-μην
  • ώ-ξυν-σο
  • ώ-ξυν-το
  • ω-ξύμ-μεθα
  • ώ-ξυν-θε
  • ω-ξυμ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ω-ξυμ-μένος ώ
  • ω-ξυμ-μένη ής
  • ω-ξυμ-μένον ή
  • ω-ξυμ-μένοι ώμεν
  • ω-ξυμ-μέναι ήτε
  • ω-ξυμ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ω-ξυμ-μένος είην
  • ω-ξυμ-μένη είης
  • ω-ξυμ-μένον είη
  • ω-ξυμ-μένοι είμεν
  • ω-ξυμ-μέναι είτε
  • ω-ξυμ-μένα είεν

Προστακτική

  • ώ-ξυν-σο
  • ω-ξύφ-θω
  • ω-ξύφ-θων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ω-ξύφ-θαι

Μετοχή

  • ω-ξυμ-μένος
  • ω-ξυμ-μένη
  • ω-ξυμ-μένον