OG.png αρύτω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αρύτω
  • αρύτ-εις
  • αρύτ-ει
  • αρύτ-ομεν
  • αρύτ-ετε
  • αρύτ-ουσιν

Υποτακτική

  • αρύτ-ω
  • αρύτ-ης
  • αρύτ-η
  • αρύτ-ωμεν
  • αρύτ-ητε
  • αρύτ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • αρύτ-οιμι
  • αρύτ-οις
  • αρύτ-οι
  • αρυτ-όντων
  • αρύτ-οιτε
  • αρύτ-οιεν

Προστακτική

  • άρυτ-ε
  • αρυτ-έτω
  • αρύτ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αρύτ-ειν

Μετοχή

  • αρύτ-ων
  • αρύτ-ουσα
  • αρύτ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ή-ρυτ-ον
  • ή-ρυτ-ες
  • ή-ρυτ-ε
  • η-ρύτ-ομεν
  • η-ρύτ-ετε
  • ή-ρυτ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • αρύσ-ω
  • αρύσ-εις
  • αρύσ-ει
  • αρύσ-ομεν
  • αρύσ-ετε
  • αρύσ-ουσι(ν)

Ευκτική

  • αρύσ-οιμι
  • αρύσ-οις
  • αρύσ-οι
  • αρύσ-οιμεν
  • αρύσ-οιτε
  • αρύσ-οιεν
 

Απαρέμφατο

  • αρύσ-ειν

Μετοχή

  • αρύσ-ων
  • αρύσ-ουσα
  • αρύσ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ή-ρυ-σα
  • ή-ρυ-σας
  • ή-ρυ-σε(ν)
  • η-ρύ-σαμεν
  • η-ρύ-σατε
  • ή-ρυ-σαν

Υποτακτική

  • α-ρύ-σω
  • α-ρύ-σης
  • α-ρύ-ση
  • α-ρύ-σωμεν
  • α-ρύ-σητε
  • α-ρύ-σωσι(ν)
 

Ευκτική

  • α-ρύ-σαιμι
  • α-ρύ-σαις
  • α-ρύ-σαι
  • α-ρύ-σαιμεν
  • α-ρύ-σαιτε
  • α-ρύ-σαιεν

Προστακτική

  • ό-ρυ-σον
  • ο-ρυ-σάτω
  • ο-ρυ-σάντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ό-ρυ-σαι

Μετοχή

  • α-ρύ-σας
  • α-ρύ-σασα
  • α-ρύ-σαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • η-ρύσ-θην
  • η-ρύσ-θης
  • η-ρύσ-θη
  • η-ρύσ-θημεν
  • η-ρύσ-θητε
  • η-ρύσ-θησαν

Υποτακτική

  • α-ρυσ-θώ
  • α-ρυσ-θής
  • α-ρυσ-θή
  • α-ρυσ-θώμεν
  • α-ρυσ-θήτε
  • α-ρυσ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • α-ρυσ-θείην
  • α-ρυσ-θείης
  • α-ρυσ-θείη
  • α-ρυσ-θείμεν
  • α-ρυσ-θείτε
  • α-ρυσ-θείεν

Προστακτική

  • α-ρύσ-θητι
  • α-ρυσ-θήτω
  • α-ρυσ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • α-ρυσ-θήναι

Μετοχή

  • α-ρυσ-θείς
  • α-ρυσ-θείσα
  • α-ρυσ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αρύτομαι
  • αρύτ-ει
  • αρύτ-εται
  • αρυτ-όμεθα
  • αρύτ-εσθε
  • αρύτ-ονται

Υποτακτική

  • αρύτ-ωμαι
  • αρύτ-η
  • αρύτ-ηται
  • αρυτ-ώμεθα
  • αρύτ-ησθε
  • αρύτ-ωνται
 

Ευκτική

  • αρυτ-οίμην
  • αρύτ-οιο
  • αρύτ-οιτο
  • αρυτ-οίμεθα
  • αρύτ-οισθε
  • αρύτ-οιντο

Προστακτική

  • αρύτ-ου
  • αρυτ-έσθω
  • αρυτ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αρύτ-εσθαι

Μετοχή

  • αρυτ-όμενος
  • αρυτ-ομένη
  • αρυτ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • η-ρυτ-όμην
  • η-ρύτ-ου
  • η-ρύτ-ετο
  • η-ρυτ-όμεθα
  • η-ρύτ-εσθε
  • η-ρύτ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • αρυσ-οίμην
  • αρύσ-οιο
  • αρύσ-οιτο
  • αρυσ-οίμεθα
  • αρύσ-οισθε
  • αρύσ-οιντο

Απαρέμφατο

  • αρύ-σεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • αρυσ-όμενος
  • αρυσ-ομένη
  • αρυσ-όμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • η-ρυσ-άμην
  • η-ρύσ-ω
  • η-ρύσ-ατο
  • η-ρυσ-άμεθα
  • η-ρύσ-ασθε
  • η-ρύσ-αντο

Υποτακτική

  • α-ρύ-σωμαι
  • α-ρύ-ση
  • α-ρύ-σηται
  • α-ρυ-σώμεθα
  • α-ρύ-σησθε
  • α-ρύ-σωνται
 

Ευκτική

  • α-ρυ-σαίμην
  • α-ρύ-σαιο
  • α-ρύ-σαιτο
  • α-ρυ-σαίμεθα
  • α-ρύ-σαισθε
  • α-ρύ-σαιντο

Προστακτική

  • ό-ρυ-σαι
  • ο-ρυ-σάσθω
  • ο-ρυ-σάσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • α-ρύ-σασθαι

Μετοχή

  • ο-ρυ-σάμενος
  • ο-ρυ-σαμένη
  • ο-ρυ-σάμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *