ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αισχύνω
- αισχύν-εις
- αισχύν-ει
- αισχύν-ομεν
- αισχύν-ετε
- αισχύν-ουσιν
Υποτακτική
- αισχύν-ω
- αισχύν-ης
- αισχύν-η
- αισχύν-ωμεν
- αισχύν-ητε
- αισχύν-ωσι(ν)
Ευκτική
- αισχύν-οιμι
- αισχύν-οις
- αισχύν-οι
- αισχυν-όντων
- αισχύν-οιτε
- αισχύν-οιεν
Προστακτική
- αίσχυν-ε
- αισχυν-έτω
- αισχύν-ετε
Απαρέμφατο
- αισχύν-ειν
Μετοχή
- αισχύν-ων
- αισχύν-ουσα
- αισχύν-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ή-σχυν-ον
- ή-σχυν-ες
- ή-σχυν-ε
- η-σχύν-ομεν
- η-σχύν-ετε
- ή-σχυν-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- αισχυν-ώ
- αισχυν-είς
- αισχυν-εί
- αισχυν-ούμεν
- αισχυν-είτε
- αισχυν-ούσι(ν)
Ευκτική
- αισχυν-οίην
- αισχυν-οίης
- αισχυν-οίη
- αισχυν-οίμεν
- αισχυν-οίτε
- αισχυν-οίεν
Απαρέμφατο
- αισχυν-είν
Μετοχή
- αισχυν-ών
- αισχυν-ούσα
- αισχυν-ούν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ή-σχυν-α
- ή-σχυν-ας
- ή-σχυν-ε(ν)
- η-σχύν-αμεν
- η-σχύν-ατε
- ή-σχυν-αν
Υποτακτική
- αι-σχύν-ω
- αι-σχύν-ης
- αι-σχύν-η
- αι-σχύν-ωμεν
- αι-σχύν-ητε
- αι-σχύν-ωσι(ν)
Ευκτική
- αι-σχύν-αιμι
- αι-σχύν-αις
- αι-σχύν-αι
- αι-σχύν-αιμεν
- αι-σχύν-αιτε
- αι-σχύν-αιεν
Προστακτική
- αι-σχύν-ον
- αι-σχυν-άτω
- αι-σχυν-άντων
Απαρέμφατο
- αι-σχύν-αι
Μετοχή
- αι-σχύν-ας
- αι-σχύν-ασα
- αι-σχύν-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ή-σχυ-κα
- ή-σχυ-κας
- ή-σχυ-κε(ν)
- η-σχύ-καμεν
- η-σχύ-κατε
- η-σχύ-κασι(ν)
Υποτακτική
- η-σχύ-κω
- η-σχύ-κης
- η-σχύ-κη
- η-σχύ-κωμεν
- η-σχύ-κητε
- η-σχύ-κωσι(ν)
Ευκτική
- η-σχύ-κοιμι
- η-σχύ-κοις
- η-σχύ-κοι
- η-σχύ-κοιμεν
- η-σχύ-κοιτε
- η-σχύ-κοιεν
Προστακτική
- ή-σχυ-κε
- η-σχυ-κέτω
- η-σχυ-κόντων
Απαρέμφατο
- η-σχυ-κέναι
Μετοχή
- η-σχυ-κώς
- η-σχυ-κυία
- η-σχυ-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- η-σχύ-κειν
- η-σχύ-κεις
- η-σχύ-κει
- η-σχύ-κειμεν
- η-σχύ-κειτε
- η-σχύ-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- αισχυν-θησοίμην
- αισχυν-θήσοιο
- αισχυν-θήσοιτο
- αισχυν-θησοίμεθα
- αισχυν-θήσοισθε
- αισχυν-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- αισχυν-θήσεσθαι
Μετοχή
- αισχυν-θησόμενος
- αισχυν-θησομένη
- αισχυν-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- η-σχύν-θην
- η-σχύν-θης
- η-σχύν-θη
- η-σχύν-θημεν
- η-σχύν-θητε
- η-σχύν-θησαν
Υποτακτική
- αισχυν-θώ
- αισχυν-θής
- αισχυν-θή
- αισχυν-θώμεν
- αισχυν-θήτε
- αισχυν-θώσι(ν)
Ευκτική
- αισχυν-θείην
- αισχυν-θείης
- αισχυν-θείη
- αισχυν-θείμεν
- αισχυν-θείτε
- αισχυν-θείεν
Προστακτική
- αισχύν-θητι
- αισχυν-θήτω
- αισχυν-θέντων
Απαρέμφατο
- αισχυν-θήναι
Μετοχή
- αισχυν-θείς
- αισχυν-θείσα
- αισχυν-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αισχύνομαι
- αισχύν-ει
- αισχύν-εται
- αισχυν-όμεθα
- αισχύν-εσθε
- αισχύν-ονται
Υποτακτική
- αισχύν-ωμαι
- αισχύν-η
- αισχύν-ηται
- αισχυν-ώμεθα
- αισχύν-ησθε
- αισχύν-ωνται
Ευκτική
- αισχυν-οίμην
- αισχύν-οιο
- αισχύν-οιτο
- αισχυν-οίμεθα
- αισχύν-οισθε
- αισχύν-οιντο
Προστακτική
- αισχύν-ου
- αισχυν-έσθω
- αισχυν-έσθων
Απαρέμφατο
- αισχύν-εσθαι
Μετοχή
- αισχυν-όμενος
- αισχυν-ομένη
- αισχυν-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- η-σχυν-όμην
- η-σχύν-ου
- η-σχύν-ετο
- η-σχυν-όμεθα
- η-σχύν-εσθε
- η-σχύν-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- αισχυν-οίμην
- αισχυν-οίο
- αισχυν-οίτο
- αισχυν-οίμεθα
- αισχυν-οίσθε
- αισχυν-οίντο
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- αισχυν-ούμενος
- αισχυν-ουμένη
- αισχυν-ούμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- η-σχυν-άμην
- η-σχύν-ω
- η-σχύν-ατο
- η-σχυν-άμεθα
- η-σχύν-ασθε
- η-σχύν-αντο
Υποτακτική
- αι-σχύν-ωμαι
- αι-σχύν-η
- αι-σχύν-ηται
- αι-σχυν-ώμεθα
- αι-σχύν-ησθε
- αι-σχύν-ωνται
Ευκτική
- αι-σχυν-αίμην
- αι-σχύν-αιο
- αι-σχύν-αιτο
- αι-σχυν-αίμεθα
- αι-σχύν-αισθε
- αι-σχύν-αιντο
Προστακτική
- αι-σχύν-αι
- αι-σχυν-άσθω
- αι-σχυν-άσθων
Απαρέμφατο
- αι-σχύν-ασθαι
Μετοχή
- αι-σχυν-άμενος
- αι-σχυν-αμένη
- αι-σχυν-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- η-σχύμ-μην
- ή-σχυν-σο
- ή-σχυν-το
- η-σχύμ-μεθα
- ή-σχυν-θε
- η-σχυμ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- η-σχυμ-μένος ώ
- η-σχυμ-μένη ής
- η-σχυμ-μένον ή
- η-σχυμ-μένοι ώμεν
- η-σχυμ-μέναι ήτε
- η-σχυμ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- η-σχυμ-μένος είην
- η-σχυμ-μένη είης
- η-σχυμ-μένον είη
- η-σχυμ-μένοι είμεν
- η-σχυμ-μέναι είτε
- η-σχυμ-μένα είεν
Προστακτική
- ή-σχυν-σο
- η-σχύν-θω
- η-σχύν-θων
Απαρέμφατο
- η-σχύν-θαι
Μετοχή
- η-σχυμ-μένος
- η-σχυμ-μένη
- η-σχυμ-μένον