OG.png πείθω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πείθω
  • πείθ-εις
  • πείθ-ει
  • πείθ-ομεν
  • πείθ-ετε
  • πείθ-ουσιν

Υποτακτική

  • πείθ-ω
  • πείθ-ης
  • πείθ-η
  • πείθ-ωμεν
  • πείθ-ητε
  • πείθ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πείθ-οιμι
  • πείθ-οις
  • πείθ-οι
  • πειθ-όντων
  • πείθ-οιτε
  • πείθ-οιεν

Προστακτική

  • πείθ-ε
  • πειθ-έτω
  • πείθ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πείθ-ειν

Μετοχή

  • πείθ-ων
  • πείθ-ουσα
  • πείθ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • έ-πειθ-ον
  • έ-πειθ-ες
  • έ-πειθ-ε
  • ε-πείθ-ομεν
  • ε-πείθ-ετε
  • έ-πειθ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πεί-σω
  • πεί-σεις
  • πεί-σει
  • πεί-σομεν
  • πεί-σετε
  • πεί-σουσι(ν)

Ευκτική

  • πεί-σοιμι
  • πεί-σοις
  • πεί-σοι
  • πεί-σοιμεν
  • πεί-σοιτε
  • πεί-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • πεί-σειν

Μετοχή

  • πεί-σων
  • πεί-σουσα
  • πεί-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έ-πει-σα
  • έ-πει-σας
  • έ-πει-σε(ν)
  • ε-πεί-σαμεν
  • ε-πεί-σατε
  • έ-πει-σαν

Υποτακτική

  • πεί-σω
  • πεί-σης
  • πεί-ση
  • πεί-σωμεν
  • πεί-σητε
  • πεί-σωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πεί-σαιμι
  • πεί-σαις
  • πεί-σαι
  • πεί-σαιμεν
  • πεί-σαιτε
  • πεί-σαιεν

Προστακτική

  • πεί-σον
  • πει-σάτω
  • πει-σάντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πεί-σαι

Μετοχή

  • πεί-σας
  • πεί-σασα
  • πεί-σαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • πέ-πει-κα
  • πέ-πει-κας
  • πέ-πει-κε(ν)
  • πε-πεί-καμεν
  • πε-πεί-κατε
  • πε-πεί-κασι(ν)

Υποτακτική

  • πε-πεί-κω
  • πε-πεί-κης
  • πε-πεί-κη
  • πε-πεί-κωμεν
  • πε-πεί-κητε
  • πε-πεί-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πεί-κοιμι
  • πε-πεί-κοις
  • πε-πεί-κοι
  • πε-πεί-κοιμεν
  • πε-πεί-κοιτε
  • πε-πεί-κοιεν

Προστακτική

  • πέ-πει-κε
  • πε-πει-κέτω
  • πε-πει-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πει-κέναι

Μετοχή

  • πε-πει-κώς
  • πε-πει-κυία
  • πε-πει-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-πεπεί-κειν
  • ε-πεπεί-κεις
  • ε-πεπεί-κει
  • ε-πεπεί-κειμεν
  • ε-πεπεί-κειτε
  • ε-πεπεί-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πει-θησοίμην
  • πει-θήσοιο
  • πει-θήσοιτο
  • πει-θησοίμεθα
  • πει-θήσοισθε
  • πει-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • πει-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • πει-θησόμενος
  • πει-θησομένη
  • πει-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πείσ-θην
  • ε-πείσ-θης
  • ε-πείσ-θη
  • ε-πείσ-θημεν
  • ε-πείσ-θητε
  • ε-πείσ-θησαν

Υποτακτική

  • πει-θώ
  • πει-θής
  • πει-θή
  • πει-θώμεν
  • πει-θήτε
  • πει-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πει-θείην
  • πει-θείης
  • πει-θείη
  • πει-θείμεν
  • πει-θείτε
  • πει-θείεν

Προστακτική

  • πεί-θητι
  • πει-θήτω
  • πει-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πει-θήναι

Μετοχή

  • πει-θείς
  • πει-θείσα
  • πει-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πείθομαι
  • πείθ-ει
  • πείθ-εται
  • πειθ-όμεθα
  • πείθ-εσθε
  • πείθ-ονται

Υποτακτική

  • πείθ-ωμαι
  • πείθ-η
  • πείθ-ηται
  • πειθ-ώμεθα
  • πείθ-ησθε
  • πείθ-ωνται
 

Ευκτική

  • πειθ-οίμην
  • πείθ-οιο
  • πείθ-οιτο
  • πειθ-οίμεθα
  • πείθ-οισθε
  • πείθ-οιντο

Προστακτική

  • πείθ-ου
  • πειθ-έσθω
  • πειθ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πείθ-εσθαι

Μετοχή

  • πειθ-όμενος
  • πειθ-ομένη
  • πειθ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-πειθ-όμην
  • ε-πείθ-ου
  • ε-πείθ-ετο
  • ε-πειθ-όμεθα
  • ε-πείθ-εσθε
  • ε-πείθ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πει-σοίμην
  • πεί-σοιο
  • πεί-σοιτο
  • πει-σοίμεθα
  • πεί-σοισθε
  • πεί-σοιντο

Απαρέμφατο

  • πεί-σεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • πει-σόμενος
  • πει-σομένη
  • πει-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πιθ-άμην
  • ε-πίθ-ω
  • ε-πίθ-ατο
  • ε-πιθ-άμεθα
  • ε-πίθ-ασθε
  • ε-πίθ-αντο

Υποτακτική

  • πεί-σωμαι
  • πεί-ση
  • πεί-σηται
  • πει-σώμεθα
  • πεί-σησθε
  • πεί-σωνται
 

Ευκτική

  • πει-σαίμην
  • πεί-σαιο
  • πεί-σαιτο
  • πει-σαίμεθα
  • πεί-σαισθε
  • πεί-σαιντο

Προστακτική

  • πεί-σαι
  • πει-σάσθω
  • πει-σάσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πεί-σασθαι

Μετοχή

  • πει-σάμενος
  • πει-σαμένη
  • πει-σάμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-πε-πείσ-μην
  • ε-πέ-πει-σο
  • ε-πέ-πεισ-το
  • ε-πε-πείσ-μεθα
  • ε-πέ-πεισ-θε
  • πε-πεισ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • πε-πεισ-μένος ώ
  • πε-πεισ-μένη ής
  • πε-πεισ-μένον ή
  • πε-πεισ-μένοι ώμεν
  • πε-πεισ-μέναι ήτε
  • πε-πεισ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πεισ-μένος είην
  • πε-πεισ-μένη είης
  • πε-πεισ-μένον είη
  • πε-πεισ-μένοι είμεν
  • πε-πεισ-μέναι είτε
  • πε-πεισ-μένα είεν

Προστακτική

  • πέ-πει-σο
  • πε-πεί-σθω
  • πε-πεί-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πεί-σθαι

Μετοχή

  • πε-πεισ-μένος
  • πε-πεισ-μένη
  • πε-πεισ-μένον