ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αναλίσκω
- αναλίσκ-εις
- αναλίσκ-ει
- αναλίσκ-ομεν
- αναλίσκ-ετε
- αναλίσκ-ουσιν
Υποτακτική
- αναλίσκ-ω
- αναλίσκ-ης
- αναλίσκ-η
- αναλίσκ-ωμεν
- αναλίσκ-ητε
- αναλίσκ-ωσι(ν)
Ευκτική
- αναλίσκ-οιμι
- αναλίσκ-οις
- αναλίσκ-οι
- αναλισκ-όντων
- αναλίσκ-οιτε
- αναλίσκ-οιεν
Προστακτική
- ανάλισκ-ε
- αναλισκ-έτω
- αναλίσκ-ετε
Απαρέμφατο
- αναλίσκ-ειν
Μετοχή
- αναλίσκ-ων
- αναλίσκ-ουσα
- αναλίσκ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ανή-λισκ-ον
- ανή-λισκ-ες
- ανή-λισκ-ε
- ανη-λίσκ-ομεν
- ανη-λίσκ-ετε
- ανή-λισκ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- αναλώ-σω
- αναλώ-σεις
- αναλώ-σει
- αναλώ-σομεν
- αναλώ-σετε
- αναλώ-σουσι(ν)
Ευκτική
- αναλώ-σοιμι
- αναλώ-σοις
- αναλώ-σοι
- αναλώ-σοιμεν
- αναλώ-σοιτε
- αναλώ-σοιεν
Απαρέμφατο
- αναλώ-σειν
Μετοχή
- αναλώ-σων
- αναλώ-σουσα
- αναλώ-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ανή-λω-σα
- ανή-λω-σας
- ανή-λω-σε(ν)
- ανη-λώ-σαμεν
- ανη-λώ-σατε
- ανή-λω-σαν
Υποτακτική
- ανα-λώ-σω
- ανα-λώ-σης
- ανα-λώ-ση
- ανα-λώ-σωμεν
- ανα-λώ-σητε
- ανα-λώ-σωσι(ν)
Ευκτική
- ανα-λώ-σαιμι
- ανα-λώ-σαις
- ανα-λώ-σαι
- ανα-λώ-σαιμεν
- ανα-λώ-σαιτε
- ανα-λώ-σαιεν
Προστακτική
- ανά-λω-σον
- ανα-λω-σάτω
- ανα-λω-σάντων
Απαρέμφατο
- ανά-λω-σαι
Μετοχή
- ανα-λώ-σας
- ανα-λώ-σασα
- ανα-λώ-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ανή-λω-κα
- ανή-λω-κας
- ανή-λω-κε(ν)
- ανη-λώ-καμεν
- ανη-λώ-κατε
- ανη-λώ-κασι(ν)
Υποτακτική
- ανη-λώ-κω
- ανη-λώ-κης
- ανη-λώ-κη
- ανη-λώ-κωμεν
- ανη-λώ-κητε
- ανη-λώ-κωσι(ν)
Ευκτική
- ανη-λώ-κοιμι
- ανη-λώ-κοις
- ανη-λώ-κοι
- ανη-λώ-κοιμεν
- ανη-λώ-κοιτε
- ανη-λώ-κοιεν
Προστακτική
- ανή-λω-κε
- ανη-λω-κέτω
- ανη-λω-κόντων
Απαρέμφατο
- ανη-λω-κέναι
Μετοχή
- ανη-λω-κώς
- ανη-λω-κυία
- ανη-λω-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ηνη-λώ-κειν
- ηνη-λώ-κεις
- ηνη-λώ-κει
- ηνη-λώ-κειμεν
- ηνη-λώ-κειτε
- ηνη-λώ-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- αναλω-θησοίμην
- αναλω-θήσοιο
- αναλω-θήσοιτο
- αναλω-θησοίμεθα
- αναλω-θήσοισθε
- αναλω-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- αναλω-θήσεσθαι
Μετοχή
- αναλω-θησόμενος
- αναλω-θησομένη
- αναλω-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ανη-λώ-θην
- ανη-λώ-θης
- ανη-λώ-θη
- ανη-λώ-θημεν
- ανη-λώ-θητε
- ανη-λώ-θησαν
Υποτακτική
- αναλω-θώ
- αναλω-θής
- αναλω-θή
- αναλω-θώμεν
- αναλω-θήτε
- αναλω-θώσι(ν)
Ευκτική
- αναλω-θείην
- αναλω-θείης
- αναλω-θείη
- αναλω-θείμεν
- αναλω-θείτε
- αναλω-θείεν
Προστακτική
- αναλώ-θητι
- αναλω-θήτω
- αναλω-θέντων
Απαρέμφατο
- αναλω-θήναι
Μετοχή
- αναλω-θείς
- αναλω-θείσα
- αναλω-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αναλίσκομαι
- αναλίσκ-ει
- αναλίσκ-εται
- αναλισκ-όμεθα
- αναλίσκ-εσθε
- αναλίσκ-ονται
Υποτακτική
- αναλίσκ-ωμαι
- αναλίσκ-η
- αναλίσκ-ηται
- αναλισκ-ώμεθα
- αναλίσκ-ησθε
- αναλίσκ-ωνται
Ευκτική
- αναλισκ-οίμην
- αναλίσκ-οιο
- αναλίσκ-οιτο
- αναλισκ-οίμεθα
- αναλίσκ-οισθε
- αναλίσκ-οιντο
Προστακτική
- αναλίσκ-ου
- αναλισκ-έσθω
- αναλισκ-έσθων
Απαρέμφατο
- αναλίσκ-εσθαι
Μετοχή
- αναλισκ-όμενος
- αναλισκ-ομένη
- αναλισκ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ανη-λισκ-όμην
- ανη-λίσκ-ου
- ανη-λίσκ-ετο
- ανη-λισκ-όμεθα
- ανη-λίσκ-εσθε
- ανη-λίσκ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- αναλω-σοίμην
- αναλώ-σοιο
- αναλώ-σοιτο
- αναλω-σοίμεθα
- αναλώ-σοισθε
- αναλώ-σοιντο
Απαρέμφατο
- αναλώ-σεσθαι
Μετοχή
- αναλω-σόμενος
- αναλω-σομένη
- αναλω-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ανη-λω-σάμην
- ανη-λώ-σω
- ανη-λώ-σατο
- ανη-λω-σάμεθα
- ανη-λώ-σασθε
- ανη-λώ-σαντο
Υποτακτική
- ανα-λώ-σωμαι
- ανα-λώ-ση
- ανα-λώ-σηται
- ανα-λω-σώμεθα
- ανα-λώ-σησθε
- ανα-λώ-σωνται
Ευκτική
- ανα-λω-σαίμην
- ανα-λώ-σαιο
- ανα-λώ-σαιτο
- ανα-λω-σαίμεθα
- ανα-λώ-σαισθε
- ανα-λώ-σαιντο
Προστακτική
- ανά-λω-σαι
- ανα-λω-σάσθω
- ανα-λω-σάσθων
Απαρέμφατο
- ανα-λώ-σασθαι
Μετοχή
- ανα-λω-σάμενος
- ανα-λω-σαμένη
- ανα-λω-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ηνη-λώ-μην
- ηνή-λω-σο
- ηνή-λω-το
- ηνη-λώ-μεθα
- ηνή-λω-σθε
- ηνή-λω-ντο
Υποτακτική
- ανη-λω-μένος ώ
- ανη-λω-μένη ής
- ανη-λω-μένον ή
- ανη-λω-μένοι ώμεν
- ανη-λω-μέναι ήτε
- ανη-λω-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ανη-λω-μένος είην
- ανη-λω-μένη είης
- ανη-λω-μένον είη
- ανη-λω-μένοι είμεν
- ανη-λω-μέναι είτε
- ανη-λω-μένα είεν
Προστακτική
- ανή-λω-σο
- ανη-λώ-σθω
- ανη-λώ-σθων
Απαρέμφατο
- ανη-λώ-σθαι
Μετοχή
- ανη-λω-μένος
- ανη-λω-μένη
- ανη-λω-μένον