ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- εξερευνώ
- εξερευνείς
- εξερευνεί
- εξερευνούμε
- εξερευνείτε
- εξερευνούν
Υποτακτική
- νά εξερευνώ
- νά εξερευνείς
- νά εξερευνεί
- νά εξερευνούμε
- νά εξερευνείτε
- νά εξερευνούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- εξερευνούσα
- εξερευνούσες
- εξερευνούσε
- εξερευνούσαμε
- εξερευνούσατε
- εξερευνούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά εξερευνώ
- θά εξερευνείς
- θά εξερευνεί
- θά εξερευνούμε
- θά εξερευνείτε
- θά εξερευνούν
Στιγμιαίος
- θά εξερευνήσω
- θά εξερευνήσεις
- θά εξερευνήσει
- θά εξερευνήσουμε
- θά εξερευνήσετε
- θά εξερευνήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εξερεύνησα
- εξερεύνησες
- εξερεύνησε
- εξερευνήσαμε
- εξερευνήσατε
- εξερεύνησαν
Υποτακτική
- νά εξερευνήσω
- νά εξερευνήσεις
- νά εξερευνήσει
- νά εξερευνήσουμε
- νά εξερευνήσετε
- νά εξερευνήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω εξερευνήσει
- έχεις εξερευνήσει
- έχει εξερευνήσει
- έχουμε εξερευνήσει
- έχετε εξερευνήσει
- έχουν εξερευνήσει
Υποτακτική
- νά έχω εξερευνήσει
- νά έχεις εξερευνήσει
- νά έχει εξερευνήσει
- νά έχουμε εξερευνήσει
- νά έχετε εξερευνήσει
- νά έχουν εξερευνήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα εξερευνήσει
- είχες εξερευνήσει
- είχε εξερευνήσει
- είχαμε εξερευνήσει
- είχατε εξερευνήσει
- είχαν εξερευνήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω εξερευνήσει
- νά έχεις εξερευνήσει
- νά έχει εξερευνήσει
- νά έχουμε εξερευνήσει
- νά έχετε εξερευνήσει
- νά έχουν εξερευνήσει