ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μετατρέπω
- μετατρέπεις
- μετατρέπει
- μετατρέπουμε
- μετατρέπετε
- μετατρέπουν
Υποτακτική
- νά μετατρέπω
- νά μετατρέπεις
- νά μετατρέπει
- νά μετατρέπουμε
- νά μετατρέπετε
- νά μετατρέπουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- μετέτρεπα
- μετέτρεπες
- μετέτρεπε
- μετατρέπαμε
- μετατρέπατε
- μετέτρεπαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά μετατρέπω
- θά μετατρέπεις
- θά μετατρέπει
- θά μετατρέπουμε
- θά μετατρέπετε
- θά μετατρέπουν
Στιγμιαίος
- θά μετατρέψω
- θά μετατρέψεις
- θά μετατρέψει
- θά μετατρέψουμε
- θά μετατρέψετε
- θά μετατρέψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- μετέτρεψα
- μετέτρεψες
- μετέτρεψε
- μετατρέψαμε
- μετατρέψατε
- μετέτρεψαν
Υποτακτική
- νά μετατρέψω
- νά μετατρέψεις
- νά μετατρέψει
- νά μετατρέψουμε
- νά μετατρέψετε
- νά μετατρέψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω μετατρέψει
- έχεις μετατρέψει
- έχει μετατρέψει
- έχουμε μετατρέψει
- έχετε μετατρέψει
- έχουν μετατρέψει
Υποτακτική
- νά έχω μετατρέψει
- νά έχεις μετατρέψει
- νά έχει μετατρέψει
- νά έχουμε μετατρέψει
- νά έχετε μετατρέψει
- νά έχουν μετατρέψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα μετατρέψει
- είχες μετατρέψει
- είχε μετατρέψει
- είχαμε μετατρέψει
- είχατε μετατρέψει
- είχαν μετατρέψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω μετατρέψει
- θά έχεις μετατρέψει
- θά έχει μετατρέψει
- θά έχουμε μετατρέψει
- θά έχετε μετατρέψει
- θά έχουν μετατρέψει