EL.png ρυθμίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ρυθμίζω
  • ρυθμίζεις
  • ρυθμίζει
  • ρυθμίζουμε
  • ρυθμίζετε
  • ρυθμίζουν

Υποτακτική

  • νά ρυθμίζω
  • νά ρυθμίζεις
  • νά ρυθμίζει
  • νά ρυθμίζουμε
  • νά ρυθμίζετε
  • νά ρυθμίζουν
 

Προστακτική

  • ρύθμιζε
  • ρυθμίζετε

Μετοχή

  • ρυθμίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ρύθμιζα
  • ρύθμιζες
  • ρύθμιζε
  • ρυθμίζαμε
  • ρυθμίζατε
  • ρύθμιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ρυθμίζω
  • θά ρυθμίζεις
  • θά ρυθμίζει
  • θά ρυθμίζουμε
  • θά ρυθμίζετε
  • θά ρυθμίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ρυθμίσω
  • θά ρυθμίσεις
  • θά ρυθμίσει
  • θά ρυθμίσουμε
  • θά ρυθμίσετε
  • θά ρυθμίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ρύθμισα
  • ρύθμισες
  • ρύθμισε
  • ρυθμίσαμε
  • ρυθμίσατε
  • ρύθμισαν

Υποτακτική

  • νά ρυθμίσω
  • νά ρυθμίσεις
  • νά ρυθμίσει
  • νά ρυθμίσουμε
  • νά ρυθμίσετε
  • νά ρυθμίσουν
 

Προστακτική

  • ρύθμισε
  • ρυθμίστε

Απαρέμφατο

  • ρυθμίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ρυθμίσει
  • έχεις ρυθμίσει
  • έχει ρυθμίσει
  • έχουμε ρυθμίσει
  • έχετε ρυθμίσει
  • έχουν ρυθμίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ρυθμίσει
  • νά έχεις ρυθμίσει
  • νά έχει ρυθμίσει
  • νά έχουμε ρυθμίσει
  • νά έχετε ρυθμίσει
  • νά έχουν ρυθμίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ρυθμίσει
  • είχες ρυθμίσει
  • είχε ρυθμίσει
  • είχαμε ρυθμίσει
  • είχατε ρυθμίσει
  • είχαν ρυθμίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ρυθμίσει
  • θά έχεις ρυθμίσει
  • θά έχει ρυθμίσει
  • θά έχουμε ρυθμίσει
  • θά έχετε ρυθμίσει
  • θά έχουν ρυθμίσει