EL.png συρρικνώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • συρρικνώνω
  • συρρικνώνεις
  • συρρικνώνει
  • συρρικνώνουμε
  • συρρικνώνετε
  • συρρικνώνουν

Υποτακτική

  • νά συρρικνώνω
  • νά συρρικνώνεις
  • νά συρρικνώνει
  • νά συρρικνώνουμε
  • νά συρρικνώνετε
  • νά συρρικνώνουν
 

Προστακτική

  • συρρίκνωνε
  • συρρικνώνετε

Μετοχή

  • συρρικνώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • συρρίκνωνα
  • συρρίκνωνες
  • συρρίκνωνε
  • συρρικνώναμε
  • συρρικνώνατε
  • συρρίκνωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά συρρικνώνω
  • θά συρρικνώνεις
  • θά συρρικνώνει
  • θά συρρικνώνουμε
  • θά συρρικνώνετε
  • θά συρρικνώνουν

Στιγμιαίος

  • θά συρρικνώσω
  • θά συρρικνώσεις
  • θά συρρικνώσει
  • θά συρρικνώσουμε
  • θά συρρικνώσετε
  • θά συρρικνώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • συρρίκνωσα
  • συρρίκνωσες
  • συρρίκνωσε
  • συρρικνώσαμε
  • συρρικνώσατε
  • συρρίκνωσαν

Υποτακτική

  • νά συρρικνώσω
  • νά συρρικνώσεις
  • νά συρρικνώσει
  • νά συρρικνώσουμε
  • νά συρρικνώσετε
  • νά συρρικνώσουν
 

Προστακτική

  • συρρίκνωσε
  • συρρικνώστε

Απαρέμφατο

  • συρρικνώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω συρρικνώσει
  • έχεις συρρικνώσει
  • έχει συρρικνώσει
  • έχουμε συρρικνώσει
  • έχετε συρρικνώσει
  • έχουν συρρικνώσει

Υποτακτική

  • νά έχω συρρικνώσει
  • νά έχεις συρρικνώσει
  • νά έχει συρρικνώσει
  • νά έχουμε συρρικνώσει
  • νά έχετε συρρικνώσει
  • νά έχουν συρρικνώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα συρρικνώσει
  • είχες συρρικνώσει
  • είχε συρρικνώσει
  • είχαμε συρρικνώσει
  • είχατε συρρικνώσει
  • είχαν συρρικνώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω συρρικνώσει
  • θά έχεις συρρικνώσει
  • θά έχει συρρικνώσει
  • θά έχουμε συρρικνώσει
  • θά έχετε συρρικνώσει
  • θά έχουν συρρικνώσει