EL.png συσχετίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • συσχετίζω
  • συσχετίζεις
  • συσχετίζει
  • συσχετίζουμε
  • συσχετίζετε
  • συσχετίζουν

Υποτακτική

  • νά συσχετίζω
  • νά συσχετίζεις
  • νά συσχετίζει
  • νά συσχετίζουμε
  • νά συσχετίζετε
  • νά συσχετίζουν
 

Προστακτική

  • συσχέτιζε
  • συσχετίζετε

Μετοχή

  • συσχετίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • συσχέτιζα
  • συσχέτιζες
  • συσχέτιζε
  • συσχετίζαμε
  • συσχετίζατε
  • συσχέτιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά συσχετίζω
  • θά συσχετίζεις
  • θά συσχετίζει
  • θά συσχετίζουμε
  • θά συσχετίζετε
  • θά συσχετίζουν

Στιγμιαίος

  • θά συσχετίσω
  • θά συσχετίσεις
  • θά συσχετίσει
  • θά συσχετίσουμε
  • θά συσχετίσετε
  • θά συσχετίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • συσχέτισα
  • συσχέτισες
  • συσχέτισε
  • συσχετίσαμε
  • συσχετίσατε
  • συσχέτισαν

Υποτακτική

  • νά συσχετίσω
  • νά συσχετίσεις
  • νά συσχετίσει
  • νά συσχετίσουμε
  • νά συσχετίσετε
  • νά συσχετίσουν
 

Προστακτική

  • συσχέτισε
  • συσχετίστε

Απαρέμφατο

  • συσχετίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω συσχετίσει
  • έχεις συσχετίσει
  • έχει συσχετίσει
  • έχουμε συσχετίσει
  • έχετε συσχετίσει
  • έχουν συσχετίσει

Υποτακτική

  • νά έχω συσχετίσει
  • νά έχεις συσχετίσει
  • νά έχει συσχετίσει
  • νά έχουμε συσχετίσει
  • νά έχετε συσχετίσει
  • νά έχουν συσχετίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα συσχετίσει
  • είχες συσχετίσει
  • είχε συσχετίσει
  • είχαμε συσχετίσει
  • είχατε συσχετίσει
  • είχαν συσχετίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω συσχετίσει
  • θά έχεις συσχετίσει
  • θά έχει συσχετίσει
  • θά έχουμε συσχετίσει
  • θά έχετε συσχετίσει
  • θά έχουν συσχετίσει