ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- συσχετίζω
- συσχετίζεις
- συσχετίζει
- συσχετίζουμε
- συσχετίζετε
- συσχετίζουν
Υποτακτική
- νά συσχετίζω
- νά συσχετίζεις
- νά συσχετίζει
- νά συσχετίζουμε
- νά συσχετίζετε
- νά συσχετίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- συσχέτιζα
- συσχέτιζες
- συσχέτιζε
- συσχετίζαμε
- συσχετίζατε
- συσχέτιζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά συσχετίζω
- θά συσχετίζεις
- θά συσχετίζει
- θά συσχετίζουμε
- θά συσχετίζετε
- θά συσχετίζουν
Στιγμιαίος
- θά συσχετίσω
- θά συσχετίσεις
- θά συσχετίσει
- θά συσχετίσουμε
- θά συσχετίσετε
- θά συσχετίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- συσχέτισα
- συσχέτισες
- συσχέτισε
- συσχετίσαμε
- συσχετίσατε
- συσχέτισαν
Υποτακτική
- νά συσχετίσω
- νά συσχετίσεις
- νά συσχετίσει
- νά συσχετίσουμε
- νά συσχετίσετε
- νά συσχετίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω συσχετίσει
- έχεις συσχετίσει
- έχει συσχετίσει
- έχουμε συσχετίσει
- έχετε συσχετίσει
- έχουν συσχετίσει
Υποτακτική
- νά έχω συσχετίσει
- νά έχεις συσχετίσει
- νά έχει συσχετίσει
- νά έχουμε συσχετίσει
- νά έχετε συσχετίσει
- νά έχουν συσχετίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα συσχετίσει
- είχες συσχετίσει
- είχε συσχετίσει
- είχαμε συσχετίσει
- είχατε συσχετίσει
- είχαν συσχετίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω συσχετίσει
- θά έχεις συσχετίσει
- θά έχει συσχετίσει
- θά έχουμε συσχετίσει
- θά έχετε συσχετίσει
- θά έχουν συσχετίσει