ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- στεγνώνω
- στεγνώνεις
- στεγνώνει
- στεγνώνουμε
- στεγνώνετε
- στεγνώνουν
Υποτακτική
- νά στεγνώνω
- νά στεγνώνεις
- νά στεγνώνει
- νά στεγνώνουμε
- νά στεγνώνετε
- νά στεγνώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- στέγνωνα
- στέγνωνες
- στέγνωνε
- στεγνώναμε
- στεγνώνατε
- στέγνωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά στεγνώνω
- θά στεγνώνεις
- θά στεγνώνει
- θά στεγνώνουμε
- θά στεγνώνετε
- θά στεγνώνουν
Στιγμιαίος
- θά στεγνώσω
- θά στεγνώσεις
- θά στεγνώσει
- θά στεγνώσουμε
- θά στεγνώσετε
- θά στεγνώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- στέγνωσα
- στέγνωσες
- στέγνωσε
- στεγνώσαμε
- στεγνώσατε
- στέγνωσαν
Υποτακτική
- νά στεγνώσω
- νά στεγνώσεις
- νά στεγνώσει
- νά στεγνώσουμε
- νά στεγνώσετε
- νά στεγνώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω στεγνώσει
- έχεις στεγνώσει
- έχει στεγνώσει
- έχουμε στεγνώσει
- έχετε στεγνώσει
- έχουν στεγνώσει
Υποτακτική
- νά έχω στεγνώσει
- νά έχεις στεγνώσει
- νά έχει στεγνώσει
- νά έχουμε στεγνώσει
- νά έχετε στεγνώσει
- νά έχουν στεγνώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα στεγνώσει
- είχες στεγνώσει
- είχε στεγνώσει
- είχαμε στεγνώσει
- είχατε στεγνώσει
- είχαν στεγνώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω στεγνώσει
- θά έχεις στεγνώσει
- θά έχει στεγνώσει
- θά έχουμε στεγνώσει
- θά έχετε στεγνώσει
- θά έχουν στεγνώσει