EL.png στεγνώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • στεγνώνω
  • στεγνώνεις
  • στεγνώνει
  • στεγνώνουμε
  • στεγνώνετε
  • στεγνώνουν

Υποτακτική

  • νά στεγνώνω
  • νά στεγνώνεις
  • νά στεγνώνει
  • νά στεγνώνουμε
  • νά στεγνώνετε
  • νά στεγνώνουν
 

Προστακτική

  • στέγνωνε
  • στεγνώνετε

Μετοχή

  • στεγνώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • στέγνωνα
  • στέγνωνες
  • στέγνωνε
  • στεγνώναμε
  • στεγνώνατε
  • στέγνωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά στεγνώνω
  • θά στεγνώνεις
  • θά στεγνώνει
  • θά στεγνώνουμε
  • θά στεγνώνετε
  • θά στεγνώνουν

Στιγμιαίος

  • θά στεγνώσω
  • θά στεγνώσεις
  • θά στεγνώσει
  • θά στεγνώσουμε
  • θά στεγνώσετε
  • θά στεγνώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • στέγνωσα
  • στέγνωσες
  • στέγνωσε
  • στεγνώσαμε
  • στεγνώσατε
  • στέγνωσαν

Υποτακτική

  • νά στεγνώσω
  • νά στεγνώσεις
  • νά στεγνώσει
  • νά στεγνώσουμε
  • νά στεγνώσετε
  • νά στεγνώσουν
 

Προστακτική

  • στέγνωσε
  • στεγνώστε

Απαρέμφατο

  • στεγνώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω στεγνώσει
  • έχεις στεγνώσει
  • έχει στεγνώσει
  • έχουμε στεγνώσει
  • έχετε στεγνώσει
  • έχουν στεγνώσει

Υποτακτική

  • νά έχω στεγνώσει
  • νά έχεις στεγνώσει
  • νά έχει στεγνώσει
  • νά έχουμε στεγνώσει
  • νά έχετε στεγνώσει
  • νά έχουν στεγνώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα στεγνώσει
  • είχες στεγνώσει
  • είχε στεγνώσει
  • είχαμε στεγνώσει
  • είχατε στεγνώσει
  • είχαν στεγνώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω στεγνώσει
  • θά έχεις στεγνώσει
  • θά έχει στεγνώσει
  • θά έχουμε στεγνώσει
  • θά έχετε στεγνώσει
  • θά έχουν στεγνώσει