ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- επιβεβαιώνω
- επιβεβαιώνεις
- επιβεβαιώνει
- επιβεβαιώνουμε
- επιβεβαιώνετε
- επιβεβαιώνουν
Υποτακτική
- νά επιβεβαιώνω
- νά επιβεβαιώνεις
- νά επιβεβαιώνει
- νά επιβεβαιώνουμε
- νά επιβεβαιώνετε
- νά επιβεβαιώνουν
Προστακτική
- επιβεβαίωνε
- επιβεβαιώνετε
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- επιβεβαίωνα
- επιβεβαίωνες
- επιβεβαίωνε
- επιβεβαιώναμε
- επιβεβαιώνατε
- επιβεβαίωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά επιβεβαιώνω
- θά επιβεβαιώνεις
- θά επιβεβαιώνει
- θά επιβεβαιώνουμε
- θά επιβεβαιώνετε
- θά επιβεβαιώνουν
Στιγμιαίος
- θά επιβεβαιώσω
- θά επιβεβαιώσεις
- θά επιβεβαιώσει
- θά επιβεβαιώσουμε
- θά επιβεβαιώσετε
- θά επιβεβαιώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- επιβεβαίωσα
- επιβεβαίωσες
- επιβεβαίωσε
- επιβεβαιώσαμε
- επιβεβαιώσατε
- επιβεβαίωσαν
Υποτακτική
- νά επιβεβαιώσω
- νά επιβεβαιώσεις
- νά επιβεβαιώσει
- νά επιβεβαιώσουμε
- νά επιβεβαιώσετε
- νά επιβεβαιώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω επιβεβαιώσει
- έχεις επιβεβαιώσει
- έχει επιβεβαιώσει
- έχουμε επιβεβαιώσει
- έχετε επιβεβαιώσει
- έχουν επιβεβαιώσει
Υποτακτική
- νά έχω επιβεβαιώσει
- νά έχεις επιβεβαιώσει
- νά έχει επιβεβαιώσει
- νά έχουμε επιβεβαιώσει
- νά έχετε επιβεβαιώσει
- νά έχουν επιβεβαιώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα επιβεβαιώσει
- είχες επιβεβαιώσει
- είχε επιβεβαιώσει
- είχαμε επιβεβαιώσει
- είχατε επιβεβαιώσει
- είχαν επιβεβαιώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω επιβεβαιώσει
- θά έχεις επιβεβαιώσει
- θά έχει επιβεβαιώσει
- θά έχουμε επιβεβαιώσει
- θά έχετε επιβεβαιώσει
- θά έχουν επιβεβαιώσει