ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μεγενθύνω
- μεγενθύνεις
- μεγενθύνει
- μεγενθύνουμε
- μεγενθύνετε
- μεγενθύνουν
Υποτακτική
- νά μεγενθύνω
- νά μεγενθύνεις
- νά μεγενθύνει
- νά μεγενθύνουμε
- νά μεγενθύνετε
- νά μεγενθύνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- μεγένθυνα
- μεγένθυνες
- μεγένθυνε
- μεγενθύναμε
- μεγενθύνατε
- μεγένθυναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά μεγενθύνω
- θά μεγενθύνεις
- θά μεγενθύνει
- θά μεγενθύνουμε
- θά μεγενθύνετε
- θά μεγενθύνουν
Στιγμιαίος
- θά μεγενθύνσω
- θά μεγενθύνσεις
- θά μεγενθύνσει
- θά μεγενθύνσουμε
- θά μεγενθύνσετε
- θά μεγενθύνσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- μεγένθυσα
- μεγένθυσες
- μεγένθυσε
- μεγενθύσαμε
- μεγενθύσατε
- μεγένθυσαν
Υποτακτική
- νά μεγενθύσω
- νά μεγενθύσεις
- νά μεγενθύσει
- νά μεγενθύσουμε
- νά μεγενθύσετε
- νά μεγενθύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω μεγενθύσει
- έχεις μεγενθύσει
- έχει μεγενθύσει
- έχουμε μεγενθύσει
- έχετε μεγενθύσει
- έχουν μεγενθύσει
Υποτακτική
- νά έχω μεγενθύσει
- νά έχεις μεγενθύσει
- νά έχει μεγενθύσει
- νά έχουμε μεγενθύσει
- νά έχετε μεγενθύσει
- νά έχουν μεγενθύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα μεγενθύσει
- είχες μεγενθύσει
- είχε μεγενθύσει
- είχαμε μεγενθύσει
- είχατε μεγενθύσει
- είχαν μεγενθύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω μεγενθύσει
- θά έχεις μεγενθύσει
- θά έχει μεγενθύσει
- θά έχουμε μεγενθύσει
- θά έχετε μεγενθύσει
- θά έχουν μεγενθύσει