EL.png καθορίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καθορίζω
  • καθορίζεις
  • καθορίζει
  • καθορίζουμε
  • καθορίζετε
  • καθορίζουν

Υποτακτική

  • νά καθορίζω
  • νά καθορίζεις
  • νά καθορίζει
  • νά καθορίζουμε
  • νά καθορίζετε
  • νά καθορίζουν
 

Προστακτική

  • καθόριζε
  • καθορίζετε

Μετοχή

  • καθορίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καθόριζα
  • καθόριζες
  • καθόριζε
  • καθορίζαμε
  • καθορίζατε
  • καθόριζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καθορίζω
  • θά καθορίζεις
  • θά καθορίζει
  • θά καθορίζουμε
  • θά καθορίζετε
  • θά καθορίζουν

Στιγμιαίος

  • θά καθορίσω
  • θά καθορίσεις
  • θά καθορίσει
  • θά καθορίσουμε
  • θά καθορίσετε
  • θά καθορίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • καθόρισα
  • καθόρισες
  • καθόρισε
  • καθορίσαμε
  • καθορίσατε
  • καθόρισαν

Υποτακτική

  • νά καθορίσω
  • νά καθορίσεις
  • νά καθορίσει
  • νά καθορίσουμε
  • νά καθορίσετε
  • νά καθορίσουν
 

Προστακτική

  • καθόρισε
  • καθορίστε

Απαρέμφατο

  • καθορίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καθορίσει
  • έχεις καθορίσει
  • έχει καθορίσει
  • έχουμε καθορίσει
  • έχετε καθορίσει
  • έχουν καθορίσει

Υποτακτική

  • νά έχω καθορίσει
  • νά έχεις καθορίσει
  • νά έχει καθορίσει
  • νά έχουμε καθορίσει
  • νά έχετε καθορίσει
  • νά έχουν καθορίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καθορίσει
  • είχες καθορίσει
  • είχε καθορίσει
  • είχαμε καθορίσει
  • είχατε καθορίσει
  • είχαν καθορίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καθορίσει
  • θά έχεις καθορίσει
  • θά έχει καθορίσει
  • θά έχουμε καθορίσει
  • θά έχετε καθορίσει
  • θά έχουν καθορίσει