EL.png αuγατώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αuγατώ
  • αuγατείς
  • αuγατεί
  • αuγατούμε
  • αuγατείτε
  • αuγατούν

Υποτακτική

  • νά αuγατώ
  • νά αuγατείς
  • νά αuγατεί
  • νά αuγατούμε
  • νά αuγατείτε
  • νά αuγατούν
 

Προστακτική

  • αυγάτα
  • αυγατάτε

Μετοχή

  • αuγατώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αuγατούσα
  • αuγατούσες
  • αuγατούσε
  • αuγατούσαμε
  • αuγατούσατε
  • αuγατούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αuγατώ
  • θά αuγατείς
  • θά αuγατεί
  • θά αuγατούμε
  • θά αuγατείτε
  • θά αuγατούν

Στιγμιαίος

  • θά αuγατήσω
  • θά αuγατήσεις
  • θά αuγατήσει
  • θά αuγατήσουμε
  • θά αuγατήσετε
  • θά αuγατήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αuγάτησα
  • αuγάτησες
  • αuγάτησε
  • αuγατήσαμε
  • αuγατήσατε
  • αuγάτησαν

Υποτακτική

  • νά αuγατήσω
  • νά αuγατήσεις
  • νά αuγατήσει
  • νά αuγατήσουμε
  • νά αuγατήσετε
  • νά αuγατήσουν
 

Προστακτική

  • αuγάτησε
  • αuγατήστε

Απαρέμφατο

  • αuγατήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αuγατήσει
  • έχεις αuγατήσει
  • έχει αuγατήσει
  • έχουμε αuγατήσει
  • έχετε αuγατήσει
  • έχουν αuγατήσει

Υποτακτική

  • νά έχω αuγατήσει
  • νά έχεις αuγατήσει
  • νά έχει αuγατήσει
  • νά έχουμε αuγατήσει
  • νά έχετε αuγατήσει
  • νά έχουν αuγατήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αuγατήσει
  • είχες αuγατήσει
  • είχε αuγατήσει
  • είχαμε αuγατήσει
  • είχατε αuγατήσει
  • είχαν αuγατήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω αuγατήσει
  • νά έχεις αuγατήσει
  • νά έχει αuγατήσει
  • νά έχουμε αuγατήσει
  • νά έχετε αuγατήσει
  • νά έχουν αuγατήσει