EL.png σαρώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σαρώνω
  • σαρώνεις
  • σαρώνει
  • σαρώνουμε
  • σαρώνετε
  • σαρώνουν

Υποτακτική

  • νά σαρώνω
  • νά σαρώνεις
  • νά σαρώνει
  • νά σαρώνουμε
  • νά σαρώνετε
  • νά σαρώνουν
 

Προστακτική

  • σάρωνε
  • σαρώνετε

Μετοχή

  • σαρώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • σάρωνα
  • σάρωνες
  • σάρωνε
  • σαρώναμε
  • σαρώνατε
  • σάρωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σαρώνω
  • θά σαρώνεις
  • θά σαρώνει
  • θά σαρώνουμε
  • θά σαρώνετε
  • θά σαρώνουν

Στιγμιαίος

  • θά σαρώσω
  • θά σαρώσεις
  • θά σαρώσει
  • θά σαρώσουμε
  • θά σαρώσετε
  • θά σαρώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • σάρωσα
  • σάρωσες
  • σάρωσε
  • σαρώσαμε
  • σαρώσατε
  • σάρωσαν

Υποτακτική

  • νά σαρώσω
  • νά σαρώσεις
  • νά σαρώσει
  • νά σαρώσουμε
  • νά σαρώσετε
  • νά σαρώσουν
 

Προστακτική

  • σάρωσε
  • σαρώστε

Απαρέμφατο

  • σαρώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σαρώσει
  • έχεις σαρώσει
  • έχει σαρώσει
  • έχουμε σαρώσει
  • έχετε σαρώσει
  • έχουν σαρώσει

Υποτακτική

  • νά έχω σαρώσει
  • νά έχεις σαρώσει
  • νά έχει σαρώσει
  • νά έχουμε σαρώσει
  • νά έχετε σαρώσει
  • νά έχουν σαρώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σαρώσει
  • είχες σαρώσει
  • είχε σαρώσει
  • είχαμε σαρώσει
  • είχατε σαρώσει
  • είχαν σαρώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω σαρώσει
  • θά έχεις σαρώσει
  • θά έχει σαρώσει
  • θά έχουμε σαρώσει
  • θά έχετε σαρώσει
  • θά έχουν σαρώσει