EL.png εισάγω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εισάγω
  • εισάγεις
  • εισάγει
  • εισάγουμε
  • εισάγετε
  • εισάγουν

Υποτακτική

  • νά εισάγω
  • νά εισάγεις
  • νά εισάγει
  • νά εισάγουμε
  • νά εισάγετε
  • νά εισάγουν
 

Προστακτική

  • είσαγε
  • εισάγετε

Μετοχή

  • εισάγοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εισήγαγα
  • εισήγαγες
  • εισήγαγε
  • εισαγάγαμε
  • εισαγάγατε
  • εισήγαγαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εισάγω
  • θά εισάγεις
  • θά εισάγει
  • θά εισάγουμε
  • θά εισάγετε
  • θά εισάγουν

Στιγμιαίος

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εισήγαγα
  • εισήγαγες
  • εισήγαγε
  • εισαγάγαμε
  • εισαγάγατε
  • εισήγαγαν

Υποτακτική

  • νά εισαγάγω
  • νά εισαγάγεις
  • νά εισαγάγει
  • νά εισαγάγουμε
  • νά εισαγάγετε
  • νά εισαγάγουν
 

Προστακτική

  • εισήγαγε
  • εισαγάγετε

Απαρέμφατο

  • εισάγει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εισάγει
  • έχεις εισάγει
  • έχει εισάγει
  • έχουμε εισάγει
  • έχετε εισάγει
  • έχουν εισάγει

Υποτακτική

  • νά έχω εισάγει
  • νά έχεις εισάγει
  • νά έχει εισάγει
  • νά έχουμε εισάγει
  • νά έχετε εισάγει
  • νά έχουν εισάγει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εισάγει
  • είχες εισάγει
  • είχε εισάγει
  • είχαμε εισάγει
  • είχατε εισάγει
  • είχαν εισάγει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εισάγει
  • θά έχεις εισάγει
  • θά έχει εισάγει
  • θά έχουμε εισάγει
  • θά έχετε εισάγει
  • θά έχουν εισάγει