EL.png βαράω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βαράω
  • βαράς
  • βαρά
  • βαράμε
  • βαράτε
  • βαράν

Υποτακτική

  • νά βαράω
  • νά βαράς
  • νά βαρά
  • νά βαράμε
  • νά βαράτε
  • νά βαράν
 

Προστακτική

  • βάρα
  • βαράτε

Μετοχή

  • βαρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • βαρούσα
  • βαρούσες
  • βαρούσε
  • βαρούσαμε
  • βαρούσατε
  • βαρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βαράω
  • θά βαράς
  • θά βαρά
  • θά βαράμε
  • θά βαράτε
  • θά βαράν

Στιγμιαίος

  • θά βαρέσω
  • θά βαρέσεις
  • θά βαρέσει
  • θά βαρέσουμε
  • θά βαρέσετε
  • θά βαρέσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • βάρεσα
  • βάρεσες
  • βάρεσε
  • βαρέσαμε
  • βαρέσατε
  • βάρεσαν

Υποτακτική

  • νά βαρέσω
  • νά βαρέσεις
  • νά βαρέσει
  • νά βαρέσουμε
  • νά βαρέσετε
  • νά βαρέσουν
 

Προστακτική

  • βάρεσε
  • βαρέστε

Απαρέμφατο

  • βαρέσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βαρέσει
  • έχεις βαρέσει
  • έχει βαρέσει
  • έχουμε βαρέσει
  • έχετε βαρέσει
  • έχουν βαρέσει

Υποτακτική

  • νά έχω βαρέσει
  • νά έχεις βαρέσει
  • νά έχει βαρέσει
  • νά έχουμε βαρέσει
  • νά έχετε βαρέσει
  • νά έχουν βαρέσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βαρέσει
  • είχες βαρέσει
  • είχε βαρέσει
  • είχαμε βαρέσει
  • είχατε βαρέσει
  • είχαν βαρέσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω βαρέσει
  • νά έχεις βαρέσει
  • νά έχει βαρέσει
  • νά έχουμε βαρέσει
  • νά έχετε βαρέσει
  • νά έχουν βαρέσει