EL.png συγχωρώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • συγχωρώ
  • συγχωρείς
  • συγχωρεί
  • συγχωρούμε
  • συγχωρείτε
  • συγχωρούν

Υποτακτική

  • νά συγχωρώ
  • νά συγχωρείς
  • νά συγχωρεί
  • νά συγχωρούμε
  • νά συγχωρείτε
  • νά συγχωρούν
 

Προστακτική

  • συγχώρα
  • συγχωρείτε

Μετοχή

  • συγχωρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • συγχωρούσα
  • συγχωρούσες
  • συγχωρούσε
  • συγχωρούσαμε
  • συγχωρούσατε
  • συγχωρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά συγχωρώ
  • θά συγχωρείς
  • θά συγχωρεί
  • θά συγχωρούμε
  • θά συγχωρείτε
  • θά συγχωρούν

Στιγμιαίος

  • θά συγχωρήσω
  • θά συγχωρήσεις
  • θά συγχωρήσει
  • θά συγχωρήσουμε
  • θά συγχωρήσετε
  • θά συγχωρήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • συγχώρησα
  • συγχώρησες
  • συγχώρησε
  • συγχωρήσαμε
  • συγχωρήσατε
  • συγχώρησαν

Υποτακτική

  • νά συγχωρήσω
  • νά συγχωρήσεις
  • νά συγχωρήσει
  • νά συγχωρήσουμε
  • νά συγχωρήσετε
  • νά συγχωρήσουν
 

Προστακτική

  • συγχώρησε
  • συγχωρήστε

Απαρέμφατο

  • συγχωρήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω συγχωρήσει
  • έχεις συγχωρήσει
  • έχει συγχωρήσει
  • έχουμε συγχωρήσει
  • έχετε συγχωρήσει
  • έχουν συγχωρήσει

Υποτακτική

  • νά έχω συγχωρήσει
  • νά έχεις συγχωρήσει
  • νά έχει συγχωρήσει
  • νά έχουμε συγχωρήσει
  • νά έχετε συγχωρήσει
  • νά έχουν συγχωρήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα συγχωρήσει
  • είχες συγχωρήσει
  • είχε συγχωρήσει
  • είχαμε συγχωρήσει
  • είχατε συγχωρήσει
  • είχαν συγχωρήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω συγχωρήσει
  • νά έχεις συγχωρήσει
  • νά έχει συγχωρήσει
  • νά έχουμε συγχωρήσει
  • νά έχετε συγχωρήσει
  • νά έχουν συγχωρήσει