ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- συγχωρώ
- συγχωρείς
- συγχωρεί
- συγχωρούμε
- συγχωρείτε
- συγχωρούν
Υποτακτική
- νά συγχωρώ
- νά συγχωρείς
- νά συγχωρεί
- νά συγχωρούμε
- νά συγχωρείτε
- νά συγχωρούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- συγχωρούσα
- συγχωρούσες
- συγχωρούσε
- συγχωρούσαμε
- συγχωρούσατε
- συγχωρούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά συγχωρώ
- θά συγχωρείς
- θά συγχωρεί
- θά συγχωρούμε
- θά συγχωρείτε
- θά συγχωρούν
Στιγμιαίος
- θά συγχωρήσω
- θά συγχωρήσεις
- θά συγχωρήσει
- θά συγχωρήσουμε
- θά συγχωρήσετε
- θά συγχωρήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- συγχώρησα
- συγχώρησες
- συγχώρησε
- συγχωρήσαμε
- συγχωρήσατε
- συγχώρησαν
Υποτακτική
- νά συγχωρήσω
- νά συγχωρήσεις
- νά συγχωρήσει
- νά συγχωρήσουμε
- νά συγχωρήσετε
- νά συγχωρήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω συγχωρήσει
- έχεις συγχωρήσει
- έχει συγχωρήσει
- έχουμε συγχωρήσει
- έχετε συγχωρήσει
- έχουν συγχωρήσει
Υποτακτική
- νά έχω συγχωρήσει
- νά έχεις συγχωρήσει
- νά έχει συγχωρήσει
- νά έχουμε συγχωρήσει
- νά έχετε συγχωρήσει
- νά έχουν συγχωρήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα συγχωρήσει
- είχες συγχωρήσει
- είχε συγχωρήσει
- είχαμε συγχωρήσει
- είχατε συγχωρήσει
- είχαν συγχωρήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω συγχωρήσει
- νά έχεις συγχωρήσει
- νά έχει συγχωρήσει
- νά έχουμε συγχωρήσει
- νά έχετε συγχωρήσει
- νά έχουν συγχωρήσει