ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κοιτάζω
- κοιτάζεις
- κοιτάζει
- κοιτάζουμε
- κοιτάζετε
- κοιτάζουν
Υποτακτική
- νά κοιτάζω
- νά κοιτάζεις
- νά κοιτάζει
- νά κοιτάζουμε
- νά κοιτάζετε
- νά κοιτάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κοίταζα
- κοίταζες
- κοίταζε
- κοιτάζαμε
- κοιτάζατε
- κοίταζε
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κοιτάζω
- θά κοιτάζεις
- θά κοιτάζει
- θά κοιτάζουμε
- θά κοιτάζετε
- θά κοιτάζουν
Στιγμιαίος
- θά κοιτάξω
- θά κοιτάξεις
- θά κοιτάξει
- θά κοιτάξουμε
- θά κοιτάξετε
- θά κοιτάξουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κοίταξα
- κοίταξες
- κοίταξε
- κοιτάξαμε
- κοιτάξατε
- κοίταξαν
Υποτακτική
- νά κοιτάξω
- νά κοιτάξεις
- νά κοιτάξει
- νά κοιτάξουμε
- νά κοιτάξετε
- νά κοιτάξουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κοιτάξει
- έχεις κοιτάξει
- έχει κοιτάξει
- έχουμε κοιτάξει
- έχετε κοιτάξει
- έχουν κοιτάξει
Υποτακτική
- νά έχω κοιτάξει
- νά έχεις κοιτάξει
- νά έχει κοιτάξει
- νά έχουμε κοιτάξει
- νά έχετε κοιτάξει
- νά έχουν κοιτάξει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κοιτάξει
- είχες κοιτάξει
- είχε κοιτάξει
- είχαμε κοιτάξει
- είχατε κοιτάξει
- είχαν κοιτάξει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κοιτάξει
- θά έχεις κοιτάξει
- θά έχει κοιτάξει
- θά έχουμε κοιτάξει
- θά έχετε κοιτάξει
- θά έχουν κοιτάξει