ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πέμπω
- πέμπεις
- πέμπει
- πέμπουμε
- πέμπετε
- πέμπουν
Υποτακτική
- νά πέμπω
- νά πέμπεις
- νά πέμπει
- νά πέμπουμε
- νά πέμπετε
- νά πέμπουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- έπεμπα
- έπεμπες
- έπεμπε
- πέμπαμε
- πέμπατε
- έπεμπαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά πέμπω
- θά πέμπεις
- θά πέμπει
- θά πέμπουμε
- θά πέμπετε
- θά πέμπουν
Στιγμιαίος
- θά πέμψω
- θά πέμψεις
- θά πέμψει
- θά πέμψουμε
- θά πέμψετε
- θά πέμψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έπεμψα
- έπεμψες
- έπεμψε
- πέμψαμε
- πέμψατε
- έπεμψαν
Υποτακτική
- νά πέμψω
- νά πέμψεις
- νά πέμψει
- νά πέμψουμε
- νά πέμψετε
- νά πέμψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω πέμψει
- έχεις πέμψει
- έχει πέμψει
- έχουμε πέμψει
- έχετε πέμψει
- έχουν πέμψει
Υποτακτική
- νά έχω πέμψει
- νά έχεις πέμψει
- νά έχει πέμψει
- νά έχουμε πέμψει
- νά έχετε πέμψει
- νά έχουν πέμψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα πέμψει
- είχες πέμψει
- είχε πέμψει
- είχαμε πέμψει
- είχατε πέμψει
- είχαν πέμψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω πέμψει
- θά έχεις πέμψει
- θά έχει πέμψει
- θά έχουμε πέμψει
- θά έχετε πέμψει
- θά έχουν πέμψει