EL.png αναβλύζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αναβλύζω
  • αναβλύζεις
  • αναβλύζει
  • αναβλύζουμε
  • αναβλύζετε
  • αναβλύζουν

Υποτακτική

  • νά αναβλύζω
  • νά αναβλύζεις
  • νά αναβλύζει
  • νά αναβλύζουμε
  • νά αναβλύζετε
  • νά αναβλύζουν
 

Προστακτική

  • ανάβλυζε
  • αναβλύζετε

Μετοχή

  • αναβλύζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ανάβλυζα
  • ανάβλυζες
  • ανάβλυζε
  • αναβλύζαμε
  • αναβλύζατε
  • ανάβλυζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αναβλύζω
  • θά αναβλύζεις
  • θά αναβλύζει
  • θά αναβλύζουμε
  • θά αναβλύζετε
  • θά αναβλύζουν

Στιγμιαίος

  • θά αναβλύσω
  • θά αναβλύσεις
  • θά αναβλύσει
  • θά αναβλύσουμε
  • θά αναβλύσετε
  • θά αναβλύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ανέβλυσα
  • ανέβλυσες
  • ανέβλυσε
  • αναβλύσαμε
  • αναβλύσατε
  • ανέβλυσαν

Υποτακτική

  • νά αναβλύσω
  • νά αναβλύσεις
  • νά αναβλύσει
  • νά αναβλύσουμε
  • νά αναβλύσετε
  • νά αναβλύσουν
 

Προστακτική

  • αναβλύσε
  • αναβλύστε

Απαρέμφατο

  • αναβλύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αναβλύσει
  • έχεις αναβλύσει
  • έχει αναβλύσει
  • έχουμε αναβλύσει
  • έχετε αναβλύσει
  • έχουν αναβλύσει

Υποτακτική

  • νά έχω αναβλύσει
  • νά έχεις αναβλύσει
  • νά έχει αναβλύσει
  • νά έχουμε αναβλύσει
  • νά έχετε αναβλύσει
  • νά έχουν αναβλύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αναβλύσει
  • είχες αναβλύσει
  • είχε αναβλύσει
  • είχαμε αναβλύσει
  • είχατε αναβλύσει
  • είχαν αναβλύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αναβλύσει
  • θά έχεις αναβλύσει
  • θά έχει αναβλύσει
  • θά έχουμε αναβλύσει
  • θά έχετε αναβλύσει
  • θά έχουν αναβλύσει