ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αναβλύζω
- αναβλύζεις
- αναβλύζει
- αναβλύζουμε
- αναβλύζετε
- αναβλύζουν
Υποτακτική
- νά αναβλύζω
- νά αναβλύζεις
- νά αναβλύζει
- νά αναβλύζουμε
- νά αναβλύζετε
- νά αναβλύζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ανάβλυζα
- ανάβλυζες
- ανάβλυζε
- αναβλύζαμε
- αναβλύζατε
- ανάβλυζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αναβλύζω
- θά αναβλύζεις
- θά αναβλύζει
- θά αναβλύζουμε
- θά αναβλύζετε
- θά αναβλύζουν
Στιγμιαίος
- θά αναβλύσω
- θά αναβλύσεις
- θά αναβλύσει
- θά αναβλύσουμε
- θά αναβλύσετε
- θά αναβλύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ανέβλυσα
- ανέβλυσες
- ανέβλυσε
- αναβλύσαμε
- αναβλύσατε
- ανέβλυσαν
Υποτακτική
- νά αναβλύσω
- νά αναβλύσεις
- νά αναβλύσει
- νά αναβλύσουμε
- νά αναβλύσετε
- νά αναβλύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αναβλύσει
- έχεις αναβλύσει
- έχει αναβλύσει
- έχουμε αναβλύσει
- έχετε αναβλύσει
- έχουν αναβλύσει
Υποτακτική
- νά έχω αναβλύσει
- νά έχεις αναβλύσει
- νά έχει αναβλύσει
- νά έχουμε αναβλύσει
- νά έχετε αναβλύσει
- νά έχουν αναβλύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αναβλύσει
- είχες αναβλύσει
- είχε αναβλύσει
- είχαμε αναβλύσει
- είχατε αναβλύσει
- είχαν αναβλύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω αναβλύσει
- θά έχεις αναβλύσει
- θά έχει αναβλύσει
- θά έχουμε αναβλύσει
- θά έχετε αναβλύσει
- θά έχουν αναβλύσει