EL.png ανεμίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ανεμίζω
  • ανεμίζεις
  • ανεμίζει
  • ανεμίζουμε
  • ανεμίζετε
  • ανεμίζουν

Υποτακτική

  • νά ανεμίζω
  • νά ανεμίζεις
  • νά ανεμίζει
  • νά ανεμίζουμε
  • νά ανεμίζετε
  • νά ανεμίζουν
 

Προστακτική

  • ανέμιζε
  • ανεμίζετε

Μετοχή

  • ανεμίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ανέμιζα
  • ανέμιζες
  • ανέμιζε
  • ανεμίζαμε
  • ανεμίζατε
  • ανέμιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ανεμίζω
  • θά ανεμίζεις
  • θά ανεμίζει
  • θά ανεμίζουμε
  • θά ανεμίζετε
  • θά ανεμίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ανεμίσω
  • θά ανεμίσεις
  • θά ανεμίσει
  • θά ανεμίσουμε
  • θά ανεμίσετε
  • θά ανεμίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ανέμισα
  • ανέμισες
  • ανέμισε
  • ανεμίσαμε
  • ανεμίσατε
  • ανέμισαν

Υποτακτική

  • νά ανεμίσω
  • νά ανεμίσεις
  • νά ανεμίσει
  • νά ανεμίσουμε
  • νά ανεμίσετε
  • νά ανεμίσουν
 

Προστακτική

  • ανάμισε
  • ανεμίστε

Απαρέμφατο

  • ανεμίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ανεμίσει
  • έχεις ανεμίσει
  • έχει ανεμίσει
  • έχουμε ανεμίσει
  • έχετε ανεμίσει
  • έχουν ανεμίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ανεμίσει
  • νά έχεις ανεμίσει
  • νά έχει ανεμίσει
  • νά έχουμε ανεμίσει
  • νά έχετε ανεμίσει
  • νά έχουν ανεμίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ανεμίσει
  • είχες ανεμίσει
  • είχε ανεμίσει
  • είχαμε ανεμίσει
  • είχατε ανεμίσει
  • είχαν ανεμίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ανεμίσει
  • θά έχεις ανεμίσει
  • θά έχει ανεμίσει
  • θά έχουμε ανεμίσει
  • θά έχετε ανεμίσει
  • θά έχουν ανεμίσει