ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ανεμίζω
- ανεμίζεις
- ανεμίζει
- ανεμίζουμε
- ανεμίζετε
- ανεμίζουν
Υποτακτική
- νά ανεμίζω
- νά ανεμίζεις
- νά ανεμίζει
- νά ανεμίζουμε
- νά ανεμίζετε
- νά ανεμίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ανέμιζα
- ανέμιζες
- ανέμιζε
- ανεμίζαμε
- ανεμίζατε
- ανέμιζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ανεμίζω
- θά ανεμίζεις
- θά ανεμίζει
- θά ανεμίζουμε
- θά ανεμίζετε
- θά ανεμίζουν
Στιγμιαίος
- θά ανεμίσω
- θά ανεμίσεις
- θά ανεμίσει
- θά ανεμίσουμε
- θά ανεμίσετε
- θά ανεμίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ανέμισα
- ανέμισες
- ανέμισε
- ανεμίσαμε
- ανεμίσατε
- ανέμισαν
Υποτακτική
- νά ανεμίσω
- νά ανεμίσεις
- νά ανεμίσει
- νά ανεμίσουμε
- νά ανεμίσετε
- νά ανεμίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ανεμίσει
- έχεις ανεμίσει
- έχει ανεμίσει
- έχουμε ανεμίσει
- έχετε ανεμίσει
- έχουν ανεμίσει
Υποτακτική
- νά έχω ανεμίσει
- νά έχεις ανεμίσει
- νά έχει ανεμίσει
- νά έχουμε ανεμίσει
- νά έχετε ανεμίσει
- νά έχουν ανεμίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ανεμίσει
- είχες ανεμίσει
- είχε ανεμίσει
- είχαμε ανεμίσει
- είχατε ανεμίσει
- είχαν ανεμίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ανεμίσει
- θά έχεις ανεμίσει
- θά έχει ανεμίσει
- θά έχουμε ανεμίσει
- θά έχετε ανεμίσει
- θά έχουν ανεμίσει