ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- εξασθενίζω
- εξασθενίζεις
- εξασθενίζει
- εξασθενίζουμε
- εξασθενίζετε
- εξασθενίζουν
Υποτακτική
- νά εξασθενίζω
- νά εξασθενίζεις
- νά εξασθενίζει
- νά εξασθενίζουμε
- νά εξασθενίζετε
- νά εξασθενίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- εξασθένιζα
- εξασθένιζες
- εξασθένιζε
- εξασθενίζαμε
- εξασθενίζατε
- εξασθένιζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά εξασθενίζω
- θά εξασθενίζεις
- θά εξασθενίζει
- θά εξασθενίζουμε
- θά εξασθενίζετε
- θά εξασθενίζουν
Στιγμιαίος
- θά εξασθενίσω
- θά εξασθενίσεις
- θά εξασθενίσει
- θά εξασθενίσουμε
- θά εξασθενίσετε
- θά εξασθενίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εξασθένισα
- εξασθένισες
- εξασθένισε
- εξασθενίσαμε
- εξασθενίσατε
- εξασθένισαν
Υποτακτική
- νά εξασθενίσω
- νά εξασθενίσεις
- νά εξασθενίσει
- νά εξασθενίσουμε
- νά εξασθενίσετε
- νά εξασθενίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω εξασθενίσει
- έχεις εξασθενίσει
- έχει εξασθενίσει
- έχουμε εξασθενίσει
- έχετε εξασθενίσει
- έχουν εξασθενίσει
Υποτακτική
- νά έχω εξασθενίσει
- νά έχεις εξασθενίσει
- νά έχει εξασθενίσει
- νά έχουμε εξασθενίσει
- νά έχετε εξασθενίσει
- νά έχουν εξασθενίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα εξασθενίσει
- είχες εξασθενίσει
- είχε εξασθενίσει
- είχαμε εξασθενίσει
- είχατε εξασθενίσει
- είχαν εξασθενίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω εξασθενίσει
- θά έχεις εξασθενίσει
- θά έχει εξασθενίσει
- θά έχουμε εξασθενίσει
- θά έχετε εξασθενίσει
- θά έχουν εξασθενίσει