EL.png εξασθενίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εξασθενίζω
  • εξασθενίζεις
  • εξασθενίζει
  • εξασθενίζουμε
  • εξασθενίζετε
  • εξασθενίζουν

Υποτακτική

  • νά εξασθενίζω
  • νά εξασθενίζεις
  • νά εξασθενίζει
  • νά εξασθενίζουμε
  • νά εξασθενίζετε
  • νά εξασθενίζουν
 

Προστακτική

  • εξασθένιζε
  • εξασθενίζετε

Μετοχή

  • εξασθενίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εξασθένιζα
  • εξασθένιζες
  • εξασθένιζε
  • εξασθενίζαμε
  • εξασθενίζατε
  • εξασθένιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εξασθενίζω
  • θά εξασθενίζεις
  • θά εξασθενίζει
  • θά εξασθενίζουμε
  • θά εξασθενίζετε
  • θά εξασθενίζουν

Στιγμιαίος

  • θά εξασθενίσω
  • θά εξασθενίσεις
  • θά εξασθενίσει
  • θά εξασθενίσουμε
  • θά εξασθενίσετε
  • θά εξασθενίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εξασθένισα
  • εξασθένισες
  • εξασθένισε
  • εξασθενίσαμε
  • εξασθενίσατε
  • εξασθένισαν

Υποτακτική

  • νά εξασθενίσω
  • νά εξασθενίσεις
  • νά εξασθενίσει
  • νά εξασθενίσουμε
  • νά εξασθενίσετε
  • νά εξασθενίσουν
 

Προστακτική

  • εξασθένισε
  • εξασθενίστε

Απαρέμφατο

  • εξασθενίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εξασθενίσει
  • έχεις εξασθενίσει
  • έχει εξασθενίσει
  • έχουμε εξασθενίσει
  • έχετε εξασθενίσει
  • έχουν εξασθενίσει

Υποτακτική

  • νά έχω εξασθενίσει
  • νά έχεις εξασθενίσει
  • νά έχει εξασθενίσει
  • νά έχουμε εξασθενίσει
  • νά έχετε εξασθενίσει
  • νά έχουν εξασθενίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εξασθενίσει
  • είχες εξασθενίσει
  • είχε εξασθενίσει
  • είχαμε εξασθενίσει
  • είχατε εξασθενίσει
  • είχαν εξασθενίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εξασθενίσει
  • θά έχεις εξασθενίσει
  • θά έχει εξασθενίσει
  • θά έχουμε εξασθενίσει
  • θά έχετε εξασθενίσει
  • θά έχουν εξασθενίσει