EL.png διαρκώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • διαρκώ
  • διαρκείς
  • διαρκεί
  • διαρκούμε
  • διαρκείτε
  • διαρκούν

Υποτακτική

  • νά διαρκώ
  • νά διαρκείς
  • νά διαρκεί
  • νά διαρκούμε
  • νά διαρκείτε
  • νά διαρκούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • διαρκώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • διαρκούσα
  • διαρκούσες
  • διαρκούσε
  • διαρκούσαμε
  • διαρκούσατε
  • διαρκούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά διαρκώ
  • θά διαρκείς
  • θά διαρκεί
  • θά διαρκούμε
  • θά διαρκείτε
  • θά διαρκούν

Στιγμιαίος

  • θά διαρκήσω
  • θά διαρκήσεις
  • θά διαρκήσει
  • θά διαρκήσουμε
  • θά διαρκήσετε
  • θά διαρκήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • διάρκησα
  • διάρκησες
  • διάρκησε
  • διαρκήσαμε
  • διαρκήσατε
  • διάρκησαν

Υποτακτική

  • νά διαρκήσω
  • νά διαρκήσεις
  • νά διαρκήσει
  • νά διαρκήσουμε
  • νά διαρκήσετε
  • νά διαρκήσουν
 

Προστακτική

  • διάρκησε
  • διαρκήστε

Απαρέμφατο

  • διαρκήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω διαρκήσει
  • έχεις διαρκήσει
  • έχει διαρκήσει
  • έχουμε διαρκήσει
  • έχετε διαρκήσει
  • έχουν διαρκήσει

Υποτακτική

  • νά έχω διαρκήσει
  • νά έχεις διαρκήσει
  • νά έχει διαρκήσει
  • νά έχουμε διαρκήσει
  • νά έχετε διαρκήσει
  • νά έχουν διαρκήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα διαρκήσει
  • είχες διαρκήσει
  • είχε διαρκήσει
  • είχαμε διαρκήσει
  • είχατε διαρκήσει
  • είχαν διαρκήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω διαρκήσει
  • νά έχεις διαρκήσει
  • νά έχει διαρκήσει
  • νά έχουμε διαρκήσει
  • νά έχετε διαρκήσει
  • νά έχουν διαρκήσει