ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- περιοδεύω
- περιοδεύεις
- περιοδεύει
- περιοδεύουμε
- περιοδεύετε
- περιοδεύουν
Υποτακτική
- νά περιοδεύω
- νά περιοδεύεις
- νά περιοδεύει
- νά περιοδεύουμε
- νά περιοδεύετε
- νά περιοδεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- περιόδευα
- περιόδευες
- περιόδευε
- περιοδεύαμε
- περιοδεύατε
- περιόδευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά περιοδεύω
- θά περιοδεύεις
- θά περιοδεύει
- θά περιοδεύουμε
- θά περιοδεύετε
- θά περιοδεύουν
Στιγμιαίος
- θά περιοδεύσω
- θά περιοδεύσεις
- θά περιοδεύσει
- θά περιοδεύσουμε
- θά περιοδεύσετε
- θά περιοδεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- περιόδευσα
- περιόδευσες
- περιόδευσε
- περιοδεύσαμε
- περιοδεύσατε
- περιόδευσαν
Υποτακτική
- νά περιοδεύσω
- νά περιοδεύσεις
- νά περιοδεύσει
- νά περιοδεύσουμε
- νά περιοδεύσετε
- νά περιοδεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω περιοδεύσει
- έχεις περιοδεύσει
- έχει περιοδεύσει
- έχουμε περιοδεύσει
- έχετε περιοδεύσει
- έχουν περιοδεύσει
Υποτακτική
- νά έχω περιοδεύσει
- νά έχεις περιοδεύσει
- νά έχει περιοδεύσει
- νά έχουμε περιοδεύσει
- νά έχετε περιοδεύσει
- νά έχουν περιοδεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα περιοδεύσει
- είχες περιοδεύσει
- είχε περιοδεύσει
- είχαμε περιοδεύσει
- είχατε περιοδεύσει
- είχαν περιοδεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω περιοδεύσει
- θά έχεις περιοδεσει
- θά έχει περιοδεύσει
- θά έχουμε περιοδεύσει
- θά έχετε περιοδεύσει
- θά έχουν περιοδεύσει