EL.png κερματίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κερματίζω
  • κερματίζεις
  • κερματίζει
  • κερματίζουμε
  • κερματίζετε
  • κερματίζουν

Υποτακτική

  • νά κερματίζω
  • νά κερματίζεις
  • νά κερματίζει
  • νά κερματίζουμε
  • νά κερματίζετε
  • νά κερματίζουν
 

Προστακτική

  • κερμάτιζε
  • κερματίζετε

Μετοχή

  • κερματίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κερμάτιζα
  • κερμάτιζες
  • κερμάτιζε
  • κερματίζαμε
  • κερματίζατε
  • κερμάτιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κερματίζω
  • θά κερματίζεις
  • θά κερματίζει
  • θά κερματίζουμε
  • θά κερματίζετε
  • θά κερματίζουν

Στιγμιαίος

  • θά κερματίσω
  • θά κερματίσεις
  • θά κερματίσει
  • θά κερματίσουμε
  • θά κερματίσετε
  • θά κερματίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κερμάτισα
  • κερμάτισες
  • κερμάτισε
  • κερματίσαμε
  • κερματίσατε
  • κερμάτισαν

Υποτακτική

  • νά κερματίσω
  • νά κερματίσεις
  • νά κερματίσει
  • νά κερματίσουμε
  • νά κερματίσετε
  • νά κερματίσουν
 

Προστακτική

  • κερμάτισε
  • κερματίστε

Απαρέμφατο

  • κερματίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κερματίσει
  • έχεις κερματίσει
  • έχει κερματίσει
  • έχουμε κερματίσει
  • έχετε κερματίσει
  • έχουν κερματίσει

Υποτακτική

  • νά έχω κερματίσει
  • νά έχεις κερματίσει
  • νά έχει κερματίσει
  • νά έχουμε κερματίσει
  • νά έχετε κερματίσει
  • νά έχουν κερματίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κερματίσει
  • είχες κερματίσει
  • είχε κερματίσει
  • είχαμε κερματίσει
  • είχατε κερματίσει
  • είχαν κερματίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κερματίσει
  • θά έχεις κερματίσει
  • θά έχει κερματίσει
  • θά έχουμε κερματίσει
  • θά έχετε κερματίσει
  • θά έχουν κερματίσει