ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κερματίζω
- κερματίζεις
- κερματίζει
- κερματίζουμε
- κερματίζετε
- κερματίζουν
Υποτακτική
- νά κερματίζω
- νά κερματίζεις
- νά κερματίζει
- νά κερματίζουμε
- νά κερματίζετε
- νά κερματίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κερμάτιζα
- κερμάτιζες
- κερμάτιζε
- κερματίζαμε
- κερματίζατε
- κερμάτιζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κερματίζω
- θά κερματίζεις
- θά κερματίζει
- θά κερματίζουμε
- θά κερματίζετε
- θά κερματίζουν
Στιγμιαίος
- θά κερματίσω
- θά κερματίσεις
- θά κερματίσει
- θά κερματίσουμε
- θά κερματίσετε
- θά κερματίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κερμάτισα
- κερμάτισες
- κερμάτισε
- κερματίσαμε
- κερματίσατε
- κερμάτισαν
Υποτακτική
- νά κερματίσω
- νά κερματίσεις
- νά κερματίσει
- νά κερματίσουμε
- νά κερματίσετε
- νά κερματίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κερματίσει
- έχεις κερματίσει
- έχει κερματίσει
- έχουμε κερματίσει
- έχετε κερματίσει
- έχουν κερματίσει
Υποτακτική
- νά έχω κερματίσει
- νά έχεις κερματίσει
- νά έχει κερματίσει
- νά έχουμε κερματίσει
- νά έχετε κερματίσει
- νά έχουν κερματίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κερματίσει
- είχες κερματίσει
- είχε κερματίσει
- είχαμε κερματίσει
- είχατε κερματίσει
- είχαν κερματίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κερματίσει
- θά έχεις κερματίσει
- θά έχει κερματίσει
- θά έχουμε κερματίσει
- θά έχετε κερματίσει
- θά έχουν κερματίσει