EL.png κατευθύνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κατευθύνω
  • κατευθύνεις
  • κατευθύνει
  • κατευθύνουμε
  • κατευθύνετε
  • κατευθύνουν

Υποτακτική

  • νά κατευθύνω
  • νά κατευθύνεις
  • νά κατευθύνει
  • νά κατευθύνουμε
  • νά κατευθύνετε
  • νά κατευθύνουν
 

Προστακτική

  • κατεύθυνε
  • κατευθύνετε

Μετοχή

  • κατευθύνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατεύθυνα
  • κατεύθυνες
  • κατεύθυνε
  • κατευθύναμε
  • κατευθύνατε
  • κατεύθυναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κατευθύνω
  • θά κατευθύνεις
  • θά κατευθύνει
  • θά κατευθύνουμε
  • θά κατευθύνετε
  • θά κατευθύνουν

Στιγμιαίος

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Προστακτική

  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κατευθύνει
  • έχεις κατευθύσει
  • έχει κατευθύνει
  • έχουμε κατευθύνει
  • έχετε κατευθύνει
  • έχουν κατευθύνει

Υποτακτική

  • νά έχω κατευθύνει
  • νά έχεις κατευθύνει
  • νά έχει κατευθύνει
  • νά έχουμε κατευθύνει
  • νά έχετε κατευθύνει
  • νά έχουν κατευθύνει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κατευθύνει
  • είχες κατευθύνει
  • είχε κατευθύνει
  • είχαμε κατευθύνει
  • είχατε κατευθύνει
  • είχαν κατευθύνει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κατευθύνει
  • θά έχεις κατευθύνει
  • θά έχει κατευθύνει
  • θά έχουμε κατευθύνει
  • θά έχετε κατευθύνει
  • θά έχουν κατευθύνει