EL.png κατέχω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κατέχω
  • κατέχεις
  • κατέχει
  • κατέχουμε
  • κατέχετε
  • κατέχουν

Υποτακτική

  • νά κατέχω
  • νά κατέχεις
  • νά κατέχει
  • νά κατέχουμε
  • νά κατέχετε
  • νά κατέχουν
 

Προστακτική

  • κάτεχε
  • κατέχετε

Μετοχή

  • κατέχοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατείχα
  • κατείχες
  • κατείχε
  • κατείχαμε
  • κατείχατε
  • κατείχαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κατέχω
  • θά κατέχεις
  • θά κατέχει
  • θά κατέχουμε
  • θά κατέχετε
  • θά κατέχουν

Στιγμιαίος

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Προστακτική

  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *