ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αρδεύω
- αρδεύεις
- αρδεύει
- αρδεύουμε
- αρδεύετε
- αρδεύουν
Υποτακτική
- νά αρδεύω
- νά αρδεύεις
- νά αρδεύει
- νά αρδεύουμε
- νά αρδεύετε
- νά αρδεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- άρδευα
- άρδευες
- άρδευε
- αρδεύαμε
- αρδεύατε
- άρδευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αρδεύω
- θά αρδεύεις
- θά αρδεύει
- θά αρδεύουμε
- θά αρδεύετε
- θά αρδεύουν
Στιγμιαίος
- θά αρδεύσω
- θά αρδεύσεις
- θά αρδεύσει
- θά αρδεύσουμε
- θά αρδεύσετε
- θά αρδεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- άρδευσα
- άρδευσες
- άρδευσε
- αρδεύσαμε
- αρδεύσατε
- άρδευσαν
Υποτακτική
- νά αρδεύσω
- νά αρδεύσεις
- νά αρδεύσει
- νά αρδεύσουμε
- νά αρδεύσετε
- νά αρδεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αρδεύσει
- έχεις αρδεύσει
- έχει αρδεύσει
- έχουμε αρδεύσει
- έχετε αρδεύσει
- έχουν αρδεύσει
Υποτακτική
- νά έχω αρδεύσει
- νά έχεις αρδεύσει
- νά έχει αρδεύσει
- νά έχουμε αρδεύσει
- νά έχετε αρδεύσει
- νά έχουν αρδεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αρδεύσει
- είχες αρδεύσει
- είχε αρδεύσει
- είχαμε αρδεύσει
- είχατε αρδεύσει
- είχαν αρδεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω αρδεύσει
- θά έχεις αρδεύσει
- θά έχει αρδεύσει
- θά έχουμε αρδεύσει
- θά έχετε αρδεύσει
- θά έχουν αρδεύσει