EL.png αρδεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αρδεύω
  • αρδεύεις
  • αρδεύει
  • αρδεύουμε
  • αρδεύετε
  • αρδεύουν

Υποτακτική

  • νά αρδεύω
  • νά αρδεύεις
  • νά αρδεύει
  • νά αρδεύουμε
  • νά αρδεύετε
  • νά αρδεύουν
 

Προστακτική

  • άρδευε
  • αρδεύετε

Μετοχή

  • αρδεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • άρδευα
  • άρδευες
  • άρδευε
  • αρδεύαμε
  • αρδεύατε
  • άρδευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αρδεύω
  • θά αρδεύεις
  • θά αρδεύει
  • θά αρδεύουμε
  • θά αρδεύετε
  • θά αρδεύουν

Στιγμιαίος

  • θά αρδεύσω
  • θά αρδεύσεις
  • θά αρδεύσει
  • θά αρδεύσουμε
  • θά αρδεύσετε
  • θά αρδεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • άρδευσα
  • άρδευσες
  • άρδευσε
  • αρδεύσαμε
  • αρδεύσατε
  • άρδευσαν

Υποτακτική

  • νά αρδεύσω
  • νά αρδεύσεις
  • νά αρδεύσει
  • νά αρδεύσουμε
  • νά αρδεύσετε
  • νά αρδεύσουν
 

Προστακτική

  • άρδευσε
  • αρδεύστε

Απαρέμφατο

  • αρδεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αρδεύσει
  • έχεις αρδεύσει
  • έχει αρδεύσει
  • έχουμε αρδεύσει
  • έχετε αρδεύσει
  • έχουν αρδεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω αρδεύσει
  • νά έχεις αρδεύσει
  • νά έχει αρδεύσει
  • νά έχουμε αρδεύσει
  • νά έχετε αρδεύσει
  • νά έχουν αρδεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αρδεύσει
  • είχες αρδεύσει
  • είχε αρδεύσει
  • είχαμε αρδεύσει
  • είχατε αρδεύσει
  • είχαν αρδεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αρδεύσει
  • θά έχεις αρδεύσει
  • θά έχει αρδεύσει
  • θά έχουμε αρδεύσει
  • θά έχετε αρδεύσει
  • θά έχουν αρδεύσει