EL.png μεριμνώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μεριμνώ
  • μεριμνάς
  • μεριμνά
  • μεριμνούμε
  • μεριμνάτε
  • μεριμνούν

Υποτακτική

  • νά μεριμνώ
  • νά μεριμνάς
  • νά μεριμνά
  • νά μεριμνούμε
  • νά μεριμνάτε
  • νά μεριμνούν
 

Προστακτική

  • μερίμνα
  • μεριμνάτε

Μετοχή

  • μεριμνώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μεριμνούσα
  • μεριμνούσες
  • μεριμνούσε
  • μεριμνούσαμε
  • μεριμνούσατε
  • μεριμνούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μεριμνώ
  • θά μεριμνάς
  • θά μεριμνά
  • θά μεριμνούμε
  • θά μεριμνάτε
  • θά μεριμνούν

Στιγμιαίος

  • θά μεριμνήσω
  • θά μεριμνήσεις
  • θά μεριμνήσει
  • θά μεριμνήσουμε
  • θά μεριμνήσετε
  • θά μεριμνήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μερίμνησα
  • μερίμνησες
  • μερίμνησε
  • μεριμνήσαμε
  • μεριμνήσατε
  • μερίμνησαν

Υποτακτική

  • νά μεριμνήσω
  • νά μεριμνήσεις
  • νά μεριμνήσει
  • νά μεριμνήσουμε
  • νά μεριμνήσετε
  • νά μεριμνήσουν
 

Προστακτική

  • μερίμνησε
  • μεριμνήστε

Απαρέμφατο

  • μεριμνήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μεριμνήσει
  • έχεις μεριμνήσει
  • έχει μεριμνήσει
  • έχουμε μεριμνήσει
  • έχετε μεριμνήσει
  • έχουν μεριμνήσει

Υποτακτική

  • νά έχω μεριμνήσει
  • νά έχεις μεριμνήσει
  • νά έχει μεριμνήσει
  • νά έχουμε μεριμνήσει
  • νά έχετε μεριμνήσει
  • νά έχουν μεριμνήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μεριμνήσει
  • είχες μεριμνήσει
  • είχε μεριμνήσει
  • είχαμε μεριμνήσει
  • είχατε μεριμνήσει
  • είχαν μεριμνήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω μεριμνήσει
  • νά έχεις μεριμνήσει
  • νά έχει μεριμνήσει
  • νά έχουμε μεριμνήσει
  • νά έχετε μεριμνήσει
  • νά έχουν μεριμνήσει