EL.png πλέκω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πλέκω
  • πλέκεις
  • πλέκει
  • πλέκουμε
  • πλέκετε
  • πλέκουν

Υποτακτική

  • νά πλέκω
  • νά πλέκεις
  • νά πλέκει
  • νά πλέκουμε
  • νά πλέκετε
  • νά πλέκουν
 

Προστακτική

  • πλέκε
  • πλέκετε

Μετοχή

  • πλέκοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έπλεκα
  • έπλεκες
  • έπλεκε
  • πλέκαμε
  • πλέκατε
  • έπλεκαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πλέκω
  • θά πλέκεις
  • θά πλέκει
  • θά πλέκουμε
  • θά πλέκετε
  • θά πλέκουν

Στιγμιαίος

  • θά πλέξω
  • θά πλέξεις
  • θά πλέξει
  • θά πλέξουμε
  • θά πλέξετε
  • θά πλέξουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έπλεξα
  • έπλεξες
  • έπλεξε
  • πλέξαμε
  • πλέξατε
  • έπλεξαν

Υποτακτική

  • νά πλέξω
  • νά πλέξεις
  • νά πλέξει
  • νά πλέξουμε
  • νά πλέξετε
  • νά πλέξουν
 

Προστακτική

  • πλέξε
  • πλέξτε

Απαρέμφατο

  • πλέξει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πλέξει
  • έχεις πλέξει
  • έχει πλέξει
  • έχουμε πλέξει
  • έχετε πλέξει
  • έχουν πλέξει

Υποτακτική

  • νά έχω πλέξει
  • νά έχεις πλέξει
  • νά έχει πλέξει
  • νά έχουμε πλέξει
  • νά έχετε πλέξει
  • νά έχουν πλέξει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πλέξει
  • είχες πλέξει
  • είχε πλέξει
  • είχαμε πλέξει
  • είχατε πλέξει
  • είχαν πλέξει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πλέξει
  • θά έχεις πλέξει
  • θά έχει πλέξει
  • θά έχουμε πλέξει
  • θά έχετε πλέξει
  • θά έχουν πλέξει