EL.png αρματώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αρματώνω
  • αρματώνεις
  • αρματώνει
  • αρματώνουμε
  • αρματώνετε
  • αρματώνουν

Υποτακτική

  • νά αρματώνω
  • νά αρματώνεις
  • νά αρματώνει
  • νά αρματώνουμε
  • νά αρματώνετε
  • νά αρματώνουν
 

Προστακτική

  • αρμάτωνε
  • αρματώνετε

Μετοχή

  • αρματώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αρμάτωνα
  • αρμάτωνες
  • αρμάτωνε
  • αρματώναμε
  • αρματώνατε
  • αρμάτωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αρματώνω
  • θά αρματώνεις
  • θά αρματώνει
  • θά αρματώνουμε
  • θά αρματώνετε
  • θά αρματώνουν

Στιγμιαίος

  • θά αρματώσω
  • θά αρματώσεις
  • θά αρματώσει
  • θά αρματώσουμε
  • θά αρματώσετε
  • θά αρματώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αρμάτωσα
  • αρμάτωσες
  • αρμάτωσε
  • αρματώσαμε
  • αρματώσατε
  • αρμάτωσαν

Υποτακτική

  • νά αρματώσω
  • νά αρματώσεις
  • νά αρματώσει
  • νά αρματώσουμε
  • νά αρματώσετε
  • νά αρματώσουν
 

Προστακτική

  • αρμάτωσε
  • αρματώστε

Απαρέμφατο

  • αρματώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αρματώσει
  • έχεις αρματώσει
  • έχει αρματώσει
  • έχουμε αρματώσει
  • έχετε αρματώσει
  • έχουν αρματώσει

Υποτακτική

  • νά έχω αρματώσει
  • νά έχεις αρματώσει
  • νά έχει αρματώσει
  • νά έχουμε αρματώσει
  • νά έχετε αρματώσει
  • νά έχουν αρματώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αρματώσει
  • είχες αρματώσει
  • είχε αρματώσει
  • είχαμε αρματώσει
  • είχατε αρματώσει
  • είχαν αρματώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αρματώσει
  • θά έχεις αρματώσει
  • θά έχει αρματώσει
  • θά έχουμε αρματώσει
  • θά έχετε αρματώσει
  • θά έχουν αρματώσει