EL.png βασιλεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βασιλεύω
  • βασιλεύεις
  • βασιλεύει
  • βασιλεύουμε
  • βασιλεύετε
  • βασιλεύουν

Υποτακτική

  • νά βασιλεύω
  • νά βασιλεύεις
  • νά βασιλεύει
  • νά βασιλεύουμε
  • νά βασιλεύετε
  • νά βασιλεύουν
 

Προστακτική

  • βασίλευε
  • βασιλεύετε

Μετοχή

  • βασιλεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • βασίλευα
  • βασίλευες
  • βασίλευε
  • βασιλεύαμε
  • βασιλεύατε
  • βασίλευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βασιλεύω
  • θά βασιλεύεις
  • θά βασιλεύει
  • θά βασιλεύουμε
  • θά βασιλεύετε
  • θά βασιλεύουν

Στιγμιαίος

  • θά βασιλεύσω
  • θά βασιλεύσεις
  • θά βασιλεύσει
  • θά βασιλεύσουμε
  • θά βασιλεύσετε
  • θά βασιλεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • βασίλευσα
  • βασίλευσες
  • βασίλευσε
  • βασιλεύσαμε
  • βασιλεύσατε
  • βασίλευσαν

Υποτακτική

  • νά βασιλεύσω
  • νά βασιλεύσεις
  • νά βασιλεύσει
  • νά βασιλεύσουμε
  • νά βασιλεύσετε
  • νά βασιλεύσουν
 

Προστακτική

  • βασίλευσε
  • βασιλεύστε

Απαρέμφατο

  • βασιλεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βασιλεύσει
  • έχεις βασιλεύσει
  • έχει βασιλεύσει
  • έχουμε βασιλεύσει
  • έχετε βασιλεύσει
  • έχουν βασιλεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω βασιλεύσει
  • νά έχεις βασιλεύσει
  • νά έχει βασιλεύσει
  • νά έχουμε βασιλεύσει
  • νά έχετε βασιλεύσει
  • νά έχουν βασιλεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βασιλεύσει
  • είχες βασιλεύσει
  • είχε βασιλεύσει
  • είχαμε βασιλεύσει
  • είχατε βασιλεύσει
  • είχαν βασιλεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω βασιλεύσει
  • θά έχεις βασιλεύσει
  • θά έχει βασιλεύσει
  • θά έχουμε βασιλεύσει
  • θά έχετε βασιλεύσει
  • θά έχουν βασιλεύσει