EL.png διαδέχομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • διαδέχομαι
  • διαδέχεσαι
  • διαδέχεται
  • διαδχόμαστε
  • διαδέχεστε
  • διαδέχονται

Υποτακτική

  • νά διαδέχομαι
  • νά διαδέχεσαι
  • νά διαδέχεται
  • νά διαδχόμαστε
  • νά διαδέχεστε
  • νά διαδέχονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • διαδεχόμουν
  • διαδεχόσουν
  • διαδεχόταν
  • διαδεχόμαστε
  • διαδεχόσαστε
  • διαδέχονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά διαδέχομαι
  • θά διαδέχεσαι
  • θά διαδέχεται
  • θά διαδεχόμαστε
  • θά διαδέχεστε
  • θά διαδέχονται

Στιγμιαίος

  • θά διαδεχθώ
  • θά διαδεχθείς
  • θά διαδεχθεί
  • θά διαδεχθούμε
  • θά διαδεχθείτε
  • θά διαδεχθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • διαδέχθηκα
  • διαδέχθηκες
  • διαδέχθηκε
  • διαδεχθήκαμε
  • διαδεχθήκατε
  • διαδέχθηκαν

Υποτακτική

  • νά διαδεχθώ
  • νά διαδεχθείς
  • νά διαδεχθεί
  • νά διαδεχθούμε
  • νά διαδεχθείτε
  • νά διαδεχθούν
 

Προστακτική

  • διαδέξου
  • διαδεχθείτε

Απαρέμφατο

  • διαδεχθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω διαδεχθεί
  • έχεις διαδεχθεί
  • έχει διαδεχθεί
  • έχουμε διαδεχθεί
  • έχετε διαδεχθεί
  • έχουν διαδεχθεί

Υποτακτική

  • νά έχω διαδεχθεί
  • νά έχεις διαδεχθεί
  • νά έχει διαδεχθεί
  • νά έχουμε διαδεχθεί
  • νά έχετε διαδεχθεί
  • νά έχουν διαδεχθεί
 

Μετοχή

  • διαδοχούμενος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα διαδεχθεί
  • είχες διαδεχθεί
  • είχε διαδεχθεί
  • είχαμε διαδεχθεί
  • είχατε διαδεχθεί
  • είχαν διαδεχθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω διαδεχθεί
  • θά έχεις διαδεχθεί
  • θά έχει διαδεχθεί
  • θά έχουμε διαδεχθεί
  • θά έχετε διαδεχθεί
  • θά έχουν διαδεχθεί