EL.png δειπνώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δειπνώ
  • δειπνάς
  • δειπνά
  • δειπνού(ά)με
  • δειπνάτε
  • δειπνούν

Υποτακτική

  • νά δειπνώ
  • νά δειπνάς
  • νά δειπνά
  • νά δειπνού(ά)με
  • νά δειπνάτε
  • νά δειπνούν
 

Προστακτική

  • δείπνα
  • δειπνάτε

Μετοχή

  • δειπνώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δειπνούσα
  • δειπνούσες
  • δειπνούσε
  • δειπνούσαμε
  • δειπνούσατε
  • δειπνούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δειπνώ
  • θά δειπνάς
  • θά δειπνά
  • θά δειπνού(ά)με
  • θά δειπνάτε
  • θά δειπνούν

Στιγμιαίος

  • θά δειπνήσω
  • θά δειπνήσεις
  • θά δειπνήσει
  • θά δειπνήσουμε
  • θά δειπνήσετε
  • θά δειπνήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δείπνησα
  • δείπνησες
  • δείπνησε
  • δειπνήσαμε
  • δειπνήσατε
  • δείπνησαν

Υποτακτική

  • νά δειπνήσω
  • νά δειπνήσεις
  • νά δειπνήσει
  • νά δειπνήσουμε
  • νά δειπνήσετε
  • νά δειπνήσουν
 

Προστακτική

  • δείπνησε
  • δειπνήστε

Απαρέμφατο

  • δειπνήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δειπνήσει
  • έχεις δειπνήσει
  • έχει δειπνήσει
  • έχουμε δειπνήσει
  • έχετε δειπνήσει
  • έχουν δειπνήσει

Υποτακτική

  • νά έχω δειπνήσει
  • νά έχεις δειπνήσει
  • νά έχει δειπνήσει
  • νά έχουμε δειπνήσει
  • νά έχετε δειπνήσει
  • νά έχουν δειπνήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δειπνήσει
  • είχες δειπνήσει
  • είχε δειπνήσει
  • είχαμε δειπνήσει
  • είχατε δειπνήσει
  • είχαν δειπνήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω δειπνήσει
  • νά έχεις δειπνήσει
  • νά έχει δειπνήσει
  • νά έχουμε δειπνήσει
  • νά έχετε δειπνήσει
  • νά έχουν δειπνήσει