ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ερμηνεύω
- ερμηνεύεις
- ερμηνεύει
- ερμηνεύουμε
- ερμηνεύετε
- ερμηνεύουν
Υποτακτική
- νά ερμηνεύω
- νά ερμηνεύεις
- νά ερμηνεύει
- νά ερμηνεύουμε
- νά ερμηνεύετε
- νά ερμηνεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ερμήνευα
- ερμήνευες
- ερμήνευε
- ερμηνεύαμε
- ερμηνεύατε
- ερμήνευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ερμηνεύω
- θά ερμηνεύεις
- θά ερμηνεύει
- θά ερμηνεύουμε
- θά ερμηνεύετε
- θά ερμηνεύουν
Στιγμιαίος
- θά ερμηνεύσω
- θά ερμηνεύσεις
- θά ερμηνεύσει
- θά ερμηνεύσουμε
- θά ερμηνεύσετε
- θά ερμηνεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ερμήνευσα
- ερμήνευσες
- ερμήνευσε
- ερμηνεύσαμε
- ερμηνεύσατε
- ερμήνευσαν
Υποτακτική
- νά ερμηνεύσω
- νά ερμηνεύσεις
- νά ερμηνεύσει
- νά ερμηνεύσουμε
- νά ερμηνεύσετε
- νά ερμηνεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ερμηνεύσει
- έχεις ερμηνεύσει
- έχει ερμηνεύσει
- έχουμε ερμηνεύσει
- έχετε ερμηνεύσει
- έχουν ερμηνεύσει
Υποτακτική
- νά έχω ερμηνεύσει
- νά έχεις ερμηνεύσει
- νά έχει ερμηνεύσει
- νά έχουμε ερμηνεύσει
- νά έχετε ερμηνεύσει
- νά έχουν ερμηνεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ερμηνεύσει
- είχες ερμηνεύσει
- είχε ερμηνεύσει
- είχαμε ερμηνεύσει
- είχατε ερμηνεύσει
- είχαν ερμηνεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ερμηνεύσει
- θά έχεις ερμηνεύσει
- θά έχει ερμηνεύσει
- θά έχουμε ερμηνεύσει
- θά έχετε ερμηνεύσει
- θά έχουν ερμηνεύσει